Τώρα λοιπόν συμβουλεύω. Αργότερα όμως με την πάροδο του χρόνου θα χρησιμοποιήσω αυστηρότερα το πράγμα. Γιατί πραγματικά φοβάμαι πάρα πολύ, μήπως μ’ αυτόν τον τρόπο εισχωρήσει κάποια φοβερή αρρώστια στην εκκλησία.… αν λοιπόν συμβεί θάνατος και μερικοί πληρώσουν αυτές που θρηνούν, πιστέψτε με που το λέγω, γιατί δε θα το πω διαφορετικά, αλλά όπως μπορώ, και όποιος θέλει ας οργίζεται, θα τον απομακρύνω για πολύ χρόνο από την εκκλησία σαν τον ειδωλολάτρη. Γιατί, αν ο Παύλος ονομάζει ειδωλολάτρη τον πλεονέκτη, πολύ περισσότερο αυτόν που εισάγει στην περίπτωση του πιστού τις ειδωλολατρικές συνήθειες.
…Αν όμως δε θέλετε, εγώ δεν ανέχομαι να εισάγετε τέτοιες ολέθριες συνήθειες στην εκκλησία. «Εκείνους που αμαρτάνουν», λέγει, «να τους ελέγχεις ενώπιον όλων». Αλλά και εκείνες τις ταλαίπωρες και άθλιες γυναίκες μιλώντας σε σας τις απαγορεύουμε να έρχονται στις εκφορές των πιστών, για να μην τις αναγκάσουμε πραγματικά να θρηνούν τα δικά τους κακά και να τις μάθουμε να μη τα κάνουν αυτά σε ξένα κακά, αλλά να οδύρονται περισσότερο για τις δικές τους συμφορές. Γιατί και ο φιλόστοργος πατέρας, όταν έχει παιδί άτακτο, δε συμβουλεύει μόνο αυτό να μην πλησιάζει τους κακούς, αλλά και εκείνους φοβερίζει. Να λοιπόν συμβουλεύω και σας και εκείνες, μιλώντας σε σας, ώστε ούτε εσείς να καλείτε αυτες τις γυναίκες ούτε εκείνες να έρχονται.
Και είθε ο λόγος να επιτύχει κάτι περισσότερο και η απειλή να το κατορθώσει. Αν όμως, πράγμα που εύχομαι να μη συμβεί, με περιφρονήσετε, θ’ αναγκασθώ να πραγματοποιήσω στο μέλλον την απειλή, τιμωρώντας εσάς με τους εκκλησιαστικούς νόμους και εκείνες όπως τις ταιριάζει. Και αν κάποιος δείχνοντας αυθάδεια τα περιφρονεί αυτά, ας ακούει το Χριστό που λέγει και τώρα: αν ο αδελφός σου σφάλλει απέναντί σου, πήγαινε και έλεγξε τον όταν θα είστε οι δυό σας μόνοι. Αν όμως δε σ’ ακούσει, πάρε μαζί σου έναν ή δύο άλλους. Αν και έτσι αντιλέγει, να το πεις στην εκκλησία, αν όμως παρακούσει και τις συμβουλές της εκκλησίας, τότε πια ας είναι για σένα όπως ο ειδωλολάτρης ή ο τελώνης». Αν λοιπόν αυτόν που αμαρτάνει σε μένα, όταν δεν υπακούσει, προστάζει έτσι να τον αποστρέφομαι, εσείς να κρίνετε πώς πρέπει να συμπεριφέρομαι σ’ εκείνον που αμαρτάνει στον εαυτό του και στο Θεό. Γιατί εσείς με κατηγορείτε ότι δεν φέρομαι ήπια σε σας.
Αν κάποιος περιφρονεί τους περιορισμούς που επιβάλλω, ας τον συνετίζει πάλι ο Χριστός που λέγει: «όσα δέσετε στη γη, θα είναι δεμένα στον ουρανό και όσα λύσετε στη γη, θα είναι λυμένα στον ουρανό». Αν και βέβαια εγώ είμαι ταλαίπωρος και τιποτένιος και άξιος για περιφρόνηση, όπως και πραγματικά είμαι, όμως δεν εκδικούμαι ο ίδιος ούτε ανταποδίδω οργή, αλλά φροντίζω για τη δική σας σωτηρία. Κοκκινίστε, παρακαλώ, και ντραπείτε. Γιατί, αν κάποιος ανέχεται το φίλο όταν τον επικρίνει αυστηρότερα απ’ όσο πρέπει, εξετάζοντας το σκοπό του και επειδή το κάνει αυτό από φιλική διάθεση και όχι από αλαζονεία, πολύ περισσότερο οφείλει ν’ ανέχεται το διδάσκαλο όταν τον επιπλήττει, και μάλιστα το διδάσκαλο που ούτε ο ίδιος τα λέγει αυτά αυθεντικά ούτε σαν άρχοντας, αλλά σαν κηδεμόνας. Γιατί δεν τα λέγω αυτά θέλοντας να επιδείξω εξουσία (πώς θα τα έλεγα εγώ που εύχομαι να μην τα γνωρίσετε αυτά;), αλλ΄ επειδή στενοχωριέμαι και κόπτομαι για σας.
Συγχωρήστε με λοιπόν για τα λεγόμενα και κανείς ας μην περιφρονεί τα εκκλησιαστικά δεσμά. Γιατί δεν είναι άνθρωπος αυτός που δένει, αλλ΄ ο Χριστός που μας έδωσε αυτή την εξουσία και κάνει τους ανθρώπους άξιους μιας τόσο μεγάλης τιμής. Εμείς βέβαια θέλουμε να χρησιμοποιούμε την εξουσία στο να λύνουμε τα δεσμά ή καλύτερα ούτε την ανάγκη αυτού του πράγματος θέλουμε να έχουμε. Γιατί δε θέλουμε να υπάρχει σε μας κανένας δεμένος. Δεν είμαστε τόσο άθλιοι και ταλαίπωροι, αν και είμαστε πάρα πολύ ασήμαντοι. Αν όμως αναγκασθούμε, συγχωρήστε μας. Γιατί δε θέτουμε τα δεσμά από ευχαρίστηση ούτε επειδή θέλουμε, αλλ΄ επειδή λυπούμαστε για σας τους δεμένους. Και αν κάποιος τα περιφρονεί, θα έρθει ο καιρός της κρίσης που θα τον διδάξει. Τη συνέχεια δε θέλω να την πω για να μην πλήξω το νου σας.
Εγώ λοιπόν πρώτα εύχομαι να μην έρθω στην ανάγκη αν όμως έρθω, εκπληρώνω το καθήκον μου, θέτω τα δεσμά. Και αν κάποιος σπάσει τα δεσμά, εγώ έκαμα το χρέος μου και είμαι ανεύθυνος για τη συνέχεια, γι’ αυτό όμως θ’ απολογηθείς σ’ εκείνον που με πρόσταξε να σε δέσω. Γιατί αν, ενώ ο βασιλιάς κάθεται πρώτος, πάρει κάποιος από τους παρόντες σωματοφύλακες εντολή να δέσει κάποιον από τους στρατιωτικούς και να του θέσει τα δεσμά, και αυτός όχι μόνο τον απωθήσει αλλά και σπάσει τα δεσμά, δε θα υβρισθεί ο σωματοφύλακας, αλλά πολύ περισσότερο ο βασιλιάς που έδωσε την εντολή. Αν λοιπόν όσα γίνονται στους πιστούς ο Θεός τα θεωρεί ότι γίνονται στον εαυτό του, όταν υβρίζετε αυτούς που πήραν την εντολή να διδάσκουν, πολύ περισσότερο θα συμπεριφερθεί σαν να υβρίζεται ο ίδιος. Αλλ΄ είθε κανείς απ’ όσους βρίσκονται στην εκκλησία αυτή να μην έρθει στην ανάγκη αυτών των δεσμών. Γιατί, όπως το να μην αμαρτάνει κανείς είναι καλό, έτσι το να ανέχεται την επιτίμηση είναι χρήσιμο.
Ας ανεχόμαστε λοιπόν την επίπληξη και ας φροντίζουμε να μην αμαρτάνουμε. Αν όμως αμαρτήσουμε, ας ανεχόμαστε την επιτίμηση. Γιατί, όπως είναι καλό βέβαια να μη πληγώνεται κανείς, αλλά αν συμβεί αυτό είναι χρήσιμο να μπαίνει το φάρμακο πάνω στην πληγή, έτσι πρέπει να γίνεται και εδώ. Μακάρι όμως να μη χρειασθεί κανείς απ’ αυτά τα φάρμακα. «Για σας όμως, αν και μιλάω μ’ αυτόν τον τρόπο, είμαι πεπεισμένος ότι αξίζετε για καλύτερα πράγματα που οδηγούν στη σωτηρία». Μίλησα όμως αυστηρότερα για περισσότερη ασφάλεια. Γιατί είναι προτιμότερο να με θεωρείτε θρασύ και σκληρό και αυθάδη, παρά να μην κάνετε αυτά που αρέσουν στο Θεό. Και πιστεύω στο Θεό ότι δε θα υπάρξει σε σας ανώφελη αυτή η επιτίμηση, αλλά θ’ αλλάξετε τόσο, ώστε να χρησιμοποιείτε αυτά τα λόγια στα δικά σας εγκώμια και τους επαίνους. (ΕΠΕ 24,313-319)