Το αξίωμα της διδασκαλίας και της ιερωσύνης είναι μεγάλο και θαυμαστό και πραγματικά χρειάζεται την ψήφο του Θεού, ώστε να υποδειχθεί ο άξιος γι’ αυτό. Έτσι γινόταν και παλιά, έτσι γίνεται και τώρα, όταν κάμνουμε τις εκλογές χωρίς ανθρώπινο πάθος, όταν δεν αποβλέπουμε σε τίποτε βιωτικό, ούτε σε φιλία, ούτε σε μίσος. Γιατί, και αν ακόμα δεν έχουμε τόσο Πνεύμα, φθάνει όμως η αγαθή πρόθεση για να αποσπάσει τη χειροτονία από το Θεό. Άλλωστε ούτε οι απόστολοι είχαν το Πνεύμα, όταν εξέλεξαν το Ματθία, αλλ’ εμπιστεύθηκαν την εκλογή στην προσευχή, και συμπεριέλαβαν αυτόν στον αριθμό των αποστόλων˙ γιατί δε λάμβαναν υπόψη ανθρώπινη φιλία. Έτσι έπρεπε να γίνεται και τώρα σε μας. Αλλ’ εμείς, επειδή φθάσαμε στο έσχατο σημείο αδιαφορίας, ακόμα και εκείνα που είναι ολοφάνερα ορθά, τα απορρίπτουμε˙ όταν όμως παραβλέπουμε τα φανερά, πώς ο Θεός θα μας αποκαλύψει τα μη φανερά; Εάν για το μικρό, λέγει, δεν φανήκατε άξιοι εμπιστοσύνης, το μεγάλο και αληθινό ποιος θα σας το εμπιστευθεί; Τότε όμως, επειδή δε γινόταν τίποτε ανθρώπινο, οι ιερείς υποδεικνύονταν και δια προφητείας.
Τι σημαίνει «δια προφητείας»; Από το άγιο Πνεύμα. Γιατί προφητεία είναι όχι μόνο το να λέγει κανείς τα μέλλοντα, αλλά και τα παρόντα, καθόσον και ο Σαούλ με προφητεία δείχθηκε ότι κρυβόταν στα σκεύη˙ γιατί ο Θεός αποκαλύπτει στους δικαίους. Προφητεία ήταν και οι λόγοι του Πνεύματος, «ξεχωρίστε μου τον Παύλο και τον Βαρνάβα». Έτσι εκλέχθηκε και ο Τιμόθεος. Προφητείες εδώ ονομάζει τις πολλές, και ίσως εννοεί εκείνην με την οποία τον έλαβε, όταν τον περιέτεμε και όταν τον χειροτόνησε, καθώς και ο ίδιος γράφοντας λέγει˙ «μην αμελείς το χάρισμα που υπάρχει σε σένα». Διαγείροντας λοιπόν αυτόν και ετοιμάζοντάς τον να είναι νηφάλιος και προσεκτικός, του υπενθυμίζει εκείνον που τον εξέλεξε και τον χειροτόνησε˙ σαν να του έλεγε δηλαδή˙ ‘ο Θεός σε εξέλεξε, αυτός σου εμπιστεύθηκε, δεν έχεις γίνει με ανθρώπινη ψήφο˙ μη περιφρονήσεις και μη ντροπιάσεις την απόφαση του Θεού’.
Έπειτα, επειδή έδωσε παραγγελία και ήταν βαρύτερο αυτό, τι λέγει; «Αυτή την παραγγελία σου αφήνω, τέκνο Τιμόθεε». Παραγγέλλει σαν να είναι τέκνο και μάλιστα γνήσιο τέκνο. Όχι δηλαδή αυθεντικά, ούτε δεσποτικά, ούτε με εξουσία, αλλά πατρικά. «Τέκνο», λέγει, «Τιμόθεε». Η ανάθεση της φύλαξης δηλώνει το ακριβές και εκείνο που δεν είναι δικό μας˙ γιατί δεν το αποκτήσαμε αυτό εμείς, αλλ’ ο Θεός μας το χάρισε˙ και όχι αυτό μόνο, αλλά και πίστη και αγαθή συνείδηση. Αυτά λοιπόν που μας έδωσε αυτά ας τα φυλάγουμε. Αν δεν ερχόταν αυτός, ούτε αυτή η πίστη θα υπήρχε, ούτε ο βίος ο καθαρός, τον οποίον αποκτούμε από την παιδεία. Σαν να του έλεγε˙ ‘δεν είμαι εγώ που παραγγέλλω, αλλ’ εκείνος που σε εξέλεξε’˙ γιατί το, «σύμφωνα με τις προφητείες που λέχθηκαν για σένα», αυτό σημαίνει. Εκείνες άκουσε, σε εκείνες πίστεψε.
Τι παραγγέλλεις όμως, πες; Για να αγωνίζεσαι τον καλόν αγώνα σύμφωνα με αυτές. Εκείνες σε διάλεξαν γι’ αυτό για το οποίο σε διάλεξαν˙ αγωνίζου τον καλόν αγώνα. Καλόν είπε˙ γιατί υπάρχει και κακός αγώνας, για τον οποίο λέγει˙ «όπως ακριβώς παραδώσατε τα μέλη σας όπλα στην αμαρτία και στην ακαθαρσία». Εκείνοι στρατεύονται από τύραννο, ενώ εσύ από βασιλιά. Γιατί όμως ονομάζει αγώνα το πράγμα; Για να δηλώσει ότι έχει ξεσηκωθεί δυνατός πόλεμος εναντίον όλων βέβαια, ιδιαίτερα όμως εναντίον του δασκάλου, ότι χρειαζόμαστε ισχυρά όπλα, ότι χρειαζόμαστε νηφαλιότητα, εγρήγορση, διαρκή επαγρύπνηση, ότι πρέπει να ετοιμασθούμε για μάχες και αίμα, ότι πρέπει να παραταχθούμε για μάχη, και να μην έχουμε τίποτε το αποχαυνωμένο. «Για να αγωνισθείς σύμφωνα με αυτές», λέγει. Όπως ακριβώς στα στρατόπεδα δεν επιστρατεύονται όλοι σε ένα είδος, αλλά σε διάφορα τάγματα, έτσι και στην Εκκλησία άλλος στρατεύεται στη θέση του δασκάλου, άλλος στου μαθητή, άλλος στη θέση του ιδιώτη, ενώ εσύ σ’ αυτό.
Έπειτα, για να μην νομίσει κανείς ότι φθάνει αυτό, τι λέγει; «Έχοντας πίστη και αγαθή συνείδηση». Γιατί ο δάσκαλος πρώτα πρέπει να είναι δάσκαλος του εαυτού του. Όπως ακριβώς ο στρατηγός, αν δεν είναι πρώτα άριστος στρατιώτης, ούτε στρατηγός θα γίνει ποτέ, έτσι και ο δάσκαλος. Αυτό το λέγει και αλλού˙ «μήπως, ενώ κήρυξα σε άλλους, εγώ ο ίδιος όμως αποδειχθώ ανάξιος». «Έχοντας», λέγει, «πίστη και αγαθή συνείδηση», για να είσαι έτσι προϊστάμενος των άλλων. Ακούοντας αυτά, ας μην υποτιμούμε τις παραινέσεις των μεγαλυτέρων, κι αν ακόμα είμαστε δάσκαλοι. Γιατί, αν ο Τιμόθεος, του οποίου όλοι μας δεν είμαστε αντάξιοί του, δέχεται παραγγελίες και διδάσκεται, και αυτά τη στιγμή που είναι δάσκαλος, πολύ περισσότερο εμείς. (ΕΠΕ 23, 199-203)