43. «Ιωακείμ και Άννα οι ταύτης γεννήτορες» (Δ, 114).
Για τους γονείς της Θεοτόκου ο ευαγγελιστής Λουκάς γράφει τα εξής˙:
«Ήσαν δίκαιοι αμφότεροι ενώπιον του Θεού, πορευόμενοι εν πάσαις ταις εντολαίς και δικαιώμασι του Κυρίου άμεπτοι» (α' β). Αλλά και μόνο το γεγονός, ότι αξιώθηκαν να δώσουν την μητέρα στον Υιό και Λόγο του Θεού είναι αρκετό για να καταλάβωμε την μεγάλη αξία τους. Η τιμητική αυτή εκλογή, ειδικώτερα, αποδεικνύει τα εξής: «ότι υπήρξαν πολύ πιο δίκαιοι και πιο πιστοί τηρητές των νόμων και από τον Μωυσή και τον Νώε και τον Αβραάμ˙ ότι ήταν περισσότερο απ’ όλους τους ανθρώπους αγαπητοί στον Θεό, ότι υπήρξαν άνθρωποι προσευχής και αρετής, αφού η Παρθένος δεν γεννήθηκε σύμφωνα με τη φύσι, αλλά παραχωρήθηκε από το Θεό σαν καρπός της προσευχής και της αρετής των˙ ότι ήσαν περισσότερο από όλους τους άλλους οικείοι στο Θεό» (Κ, 43 - 55) . Και ο ι. Δαμασκηνός λέει για τον Ιωακείμ ότι «ζούσε στη θεωρία του λόγου του Θεού κι ευφραινόταν με το ‘νερό της ανάπαυσης’ που είναι η θεία χάρη, αποτραβώντας τη σκέψη του από τα μάταια και περπατώντας την ‘σε δρόμους δικαιοσύνης’». Και για την Άννα, ότι «ήταν παρόμοια με τον άντρα της στο χαρακτήρα...» (Δ, 117).
Για τα μεγάλα έργα ο Θεός προετοιμάζει μεγάλες ψυχές, όπως προετοίμασε τον Ιωακείμ και την Άννα για να δώσουν μητέρα στον Θεάνθρωπο Κύριο. Από μικρούς και κακούς ανθρώπους δεν φυτρώνει τίποτε το καλό. Τους καλούς καρπούς να τους περιμένης από το καλό δένδρο, όπως είπε ο Κύριος:
«Μήτι συλλέγουσιν από ακανθών σταφυλήν ή από τριβόλων σύκα; Ούτω παν δένδρον αγαθόν καρπούς καλούς ποιεί... ου δύναται δένδρον αγαθόν καρπούς πονηρούς ποιείν» (Ματθ. ζ' 16 - 18).
Οι καλοί γονείς είναι η προϋπόθεσις των καλών παιδιών. Από την καλή και ευγενική ρίζα θα εξαρτηθή το υγιές και ήμερο γενεαλογικό δένδρο. Οι ευσεβείς και ενάρετοι γονείς είναι η καλύτερη κληρονομική καταβολή για τα παιδιά.
44. «Άννα, χάρις ερμηνεύεται» (Δ, 116).
Σχολιάζοντας το όνομα της μητέρας της Θεοτόκου, ο Ι. Δαμασκηνός γράφει:
«Το όνομα Άννα σημαίνει ‘χάρη’... Πλούσια προικισμένη με αρετές, μα για κάποιο άγνωστο λόγο έχοντας την αρρώστια της στειρότητας. Αληθινά ήταν στείρα η χάρη, δίχως τη δύναμη να καρποφορή στις ψυχές των ανθρώπων, αφού ‘όλοι πήρανε στραβό δρόμο, όλα εξαχρειώθηκαν’, δε βρίσκονταν άνθρωπος ‘γνωστικός’, άνθρωπος ‘να ζητάη το Θεό’. Ύστερα ο αγαθός Θεός, βλέποντας με συμπόνοια άμετρη των χεριών του το πλάσμα και θέλοντας να το σώση, λύνει την ακαρπία της χάρης, δηλαδή της Άννας, που ’χε δοσμένη τη σκέψι σ’ Αυτόν. Γέννησε έτσι μια τέτοια κόρη, που όμοιά της ποτέ δεν είχε γεννηθή μήτε θα ξαναγεννηθή. Το λευτέρωμα από την ακαρπία φανέρωνε ολοκάθαρα πως η στειρότητα του κόσμου σε αγαθά θα λυθή και θα γεννηθή ο κορμός της άφραστης μακαριότητας» (Δ, 117) .
Όταν σκληρύνεται η ψυχή των ανθρώπων, τότε γίνεται αδιάβροχη στα νοήματα της χάριτος του Θεού. Η χάρις του Θεού, που δεν μπορεί να καρποφορήση σε μια σκληρή ψυχή, αποδεικνύεται στείρα. Ο Ιησούς, στην παραβολή του Σπορέως παρωμοίωσε την πνευματική αυτή κατάστασι με τον σπόρο που έπεσε «παρά την οδόν και κατεπατήθη και τα πετεινά του ουρανού κατέφαγεν αυτό» (Λουκ. η' 5). Πάνω στο σκληρό και πατημένο δρόμο τίποτε δεν μπορεί να φυτρώση όση βροχή κι αν πέση. Η ψυχή που σκληρύνθηκε από την αμαρτία δεν μπορεί να καρποφορήση στη δροσιά της χάριτος. Είναι πια στείρα.
Δόξα όμως τω Θεώ! Διότι Εκείνος έλυσε τη στειρότητα του κόσμου με μια σειρά θαυματουργικών επεμβάσεων. Έλυσε τη στειρότητα της Αγίας Άννας και άνοιξε έτσι μια σχισμή στο σώμα της άγονης και στείρας ανθρωπότητος για να δεχθή τον «σπόρο» της χάριτος που θα έσπερνε ύστερ’ από λίγο ο κατά σάρκα Εγγονός της.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 68-69 )