Η εμφάνισις του φωτός
Η δεύτερη θεωρία του φωτός που αξιώθηκε να δεχθή ο νεαρός τότε δόκιμος όσιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, σε ηλικία 28 ετών, συνέβη το 977 σ’ ένα κελλί της μονής του Στουδίου, στην Κωνσταντινούπολι.
Το βράδυ μιας κοπιαστικής ημέρας ο γέροντας του, όσιος Συμεών ο Ευλαβής, βλέποντας τον να μην τρώη και να μην πίνη τίποτε, του είπε:
- Γνώριζε, τέκνο μου, ότι ούτε με τη νηστεία ούτε με την αγρυπνία ούτε με την κακοπάθεια ούτε με καμμιά άλλη αρετή ευχαριστείται τόσο ο Θεός, όσο με την ταπεινή και απλοϊκή και καλοπροαίρετη ψυχή.
Ο υποτακτικός έπεσε με πολλή ταπείνωσι στα πόδια του και συντετριμμένος παρακάλεσε:
- Ευχήσου για μένα, άγιε του Θεού, για να βρω έλεος με τη μεσιτεία σου. Εγώ δεν έχω κανένα από τα καλά που είπες, παρά μόνο πλήθη αμαρτιών, τις οποίες και συ γνωρίζεις.
Συγκινημένος ο γέροντας τον διέταξε να σηκωθή από το έδαφος και να πάη να κοιμηθή λέγοντας μόνο το Τρισάγιο.
«Μόλις άρχισα το Τρισάγιο, περιγράφει ο όσιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, θυμήθηκα τα λόγια του αγίου και άρχισα να δακρύζω και να νιώθω χαρά και ευφροσύνη. Και τότε ένα δυνατό φως έλαμψε και μ’ άφησε εκστατικό! Έχασα την αίσθησι του τόπου και του χρόνου. Λησμόνησα ποιος ήμουν. Όταν συνήλθα κατάλαβα ότι φώναζα το «Κύριε, ελέησον». Ποιός όμως στην κατάστασι αυτή κινούσε τη γλώσσα μου σε επίκλησι, δεν γνωρίζω. Ο Θεός το γνωρίζει. Δεν γνωρίζω ακόμη εάν με το σώμα είτε χωρίς το σώμα βρέθηκα σ’ αυτό το φως. Ο Θεός το γνωρίζει… Ένιωσα να ελευθερώνωμαι από το ψυχικό μου σκοτάδι και το γήινο φρόνημα, τη ραθυμία, τη νάρκωσι, τον κόπο και το βάρος του φθαρτού σώματος. Ένιωσα γλυκύτητα και πνευματική ηδονή που ξεπερνά κάθε απόλαυσι των αισθητών… Σε λίγο όμως άρχισε σιγά-σιγά να μετριάζεται το άπλετο εκείνο φως, κατά κάποιο τρόπο να περιορίζεται και να συστέλλεται και να σβήνη… Καθώς εγώ συνειδητοποιούσα την απομάκρυνσι του, άρχισα να κυριεύωμαι από μια θλίψι. Σφοδρή οδύνη άναψε σαν φωτιά στην καρδιά μου με την απώλεια της γλυκύτατης θέας του ακτίστου φωτός».
(Όσιος Συμεών ο νέος Θεολόγος)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 59-60)