ΥΠΑΡΧΟΥΝ άνθρωποι, έλεγε ένας Γέροντας, που ενώ είναι πρόθυμοι να δίνουν ελεημοσύνη στους φτωχούς, ο πονηρός τους κάνει να ακριβολογούν στα ελάχιστα, για να τους αφαιρεί τον μισθό της αγαθοεργίας.
Έτυχε να επισκεφθώ κάποτε έναν φίλο μου ιερέα, την ημέρα που μοίραζε ελεημοσύνη στους φτωχούς της ενορίας του. Ήρθε κατά σύμπτωση μια φτωχή χήρα και παρακάλεσε να της δώσει λίγο σιτάρι.
- Φέρε το σακκούλι σου να σου βάλω, της είπε ο ιερέας.
Η γυναίκα το έφερε.
- Πολύ μεγάλο είναι, ευλογημένη, της είπε κάπως απότομα ο φίλος μου.
Εκείνη έγινε κατακόκκινη από την ντροπή της, ίσως γιατί ήταν κι ένας ξένος μπροστά σ’ αυτήν την προσβολή. Σαν έφυγε ρώτησα τον φίλο μου:
- Δεν μου λες, πάτερ, το πούλησες στην γυναίκα το σιτάρι;
- Όχι, το χάρισα. Είναι από τις ελεημοσύνες.
- Αφού λοιπόν ήταν ελεημοσύνη, του είπα, ποιά η ανάγκη ν' ακριβοεξετάσεις το μέτρο και να λυπήσεις την φτωχή; Μην ξεχνάς, άλλωστε, τα λόγια του μακαρίου Παύλου, «ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός» (Β' Κορ. θ' 7).
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.104)