Δυό γυναίκες στον Άθωνα
Την εποχή της ηγουμενείας του αρχιμ. Αθανασίου ζούσε στην Ι. Μονή Γρηγορίου ένας εξαιρετικός μοναχός, ο π. Γελάσιος, πολύ απλός και ταπεινός. Ο π. Αθανάσιος ένιωθε υπερβολικά ευχαριστημένος από τη διαγωγή αυτού του υποτακτικού του. Όχι μόνο γιατί εκτελούσε ολοπρόθυμα τα μοναχικά του καθήκοντα, αλλά και γιατί είχε ευθύτητα καρδίας. Όταν συνωμιλούσαν μαζί, του παρουσίαζε το κάθε τι με απονήρευτο τρόπο. Ο ψυχικός του κόσμος έμοιαζε με ολόισιο δρόμο που αγνοούσε τους ελιγμούς, τις στροφές και τις διακλαδώσεις. Τον διέκρινε δηλαδή, για να χρησιμοποιήσουμε την πατερική φράσι, το «ανόθευτον ήθος» και η «αποίκιλος απλότης».
Σε τέτοιες ψυχές εύκολα κλίνουν οι ουρανοί, και τα παραπετάσματα μεταξύ επιγείων και επουρανίων εύκολα παραμερίζονται.
Ήταν ώρα του όρθρου. Η ακολουθία είχε φθάσει στην ενάτη ωδή των κανόνων – την ωδή που σχετίζεται με το πρόσωπο της Θεοτόκου – οπότε ο μοναχός αυτός παρατηρώντας προς την ωραία πύλη αντίκρυσε ένα θέαμα απροσδόκητο: Έβγαιναν απ’ εκεί δύο γυναίκες, η μία μετά την άλλη, επίσημες και επιβλητικές. Ήταν κάτι το πρωτοφανές! Γυναίκες σε αγιορείτικη μονή… Εν συνεχεία προχώρησαν προς τον ναό και περνούσαν εμπρός από τους μοναχούς, στους οποίους η δεύτερη κατ’ εντολήν της πρώτης μοίραζε χρήματα.
Όταν τελείωσε η θ. λειτουργία και η πρωινή τράπεζα, ο π. Γελάσιος βιάσθηκε να δη τον γέροντα.
- Γέροντα, του λέει, τι γυναίκες ήταν αυτές που ήρθαν σήμερα στον ναό;
Ο π. Αθανάσιος κατάλαβε αμέσως πως κάποια ουράνια ευλογία δέχθηκε ο υποτακτικός του.
- Πώς τις είδες; Πόσες ήταν; Ποια ήταν η εμφάνισις τους;
- Ήταν δύο. Η πρώτη λίγο υψηλή, φορούσε ένα ωραίο κόκκινο φόρεμα που της σκέπαζε και το κεφάλι και έμοιαζε σαν βασίλισσα. Η δεύτερη ήταν νεαρή στην ηλικία, πολύ σεμνή, μικρόσωμη, και φορούσε ρούχα γκρίζα σκούρα. Μάλιστα η δεύτερη έδινε στους πατέρες νομίσματα – έτσι της είχε πει η πρώτη.
- Ωραίο όραμα, παιδί μου, σου έστειλε ο Θεός! Η πρώτη που είδες ήταν η Παναγία, η βασίλισσα και κυρίαρχος του Αγ. Όρους, και η δεύτερη η αγία Αναστασία, η προστάτις της μονής μας, που έχουμε και τα άγια λείψανα της.
- Έτσι πρέπει να ’ναι, γέροντα! Έτσι το δέχεται η ψυχή μου. Δεν μπορώ όμως να καταλάβω γιατί μοίραζαν χρήματα. Τι σχέσι έχουν οι άγιοι με τα χρήματα;
- Ήθελαν να δείξουν ότι ευχαριστιούνται από τον κόπο των πατέρων που σηκώνονται τη νύχτα για να υμνήσουν τον Θεό και τους αγίους, και ότι τους αξίζει αμοιβή. Θυμάσαι τι διαβάσαμε στο συναξάρι της 1ης Οκτωβρίου;
- Δεν μπορώ να θυμηθώ.
- Διαβάσαμε τον βίο του αγίου Ιωάννου του Κουκουζέλη, που ήταν ο μεγαλύτερος μουσικός και ο καλύτερος ψάλτης της εποχής του. Αρχιμουσικός στη χορωδία των ανακτόρων! Από την πολλή όμως αγάπη προς τον Θεό εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολι και τα παλάτια κι εγκαταστάθηκε εδώ στο Όρος, έξω από τη μονή της Λαύρας. Κάποια φορά, Σάββατο του Ακαθίστου – ενώ έψαλλε με πολλή επιμέλεια στο Καθολικό της Μονής, από την κούρασι αποκοιμήθηκε για λίγο όρθιος στο στασίδι του. Τότε παρουσιάσθηκε η Κυρία Θεοτόκος και του λέει: «Χαίρε Ιωάννη, τέκνον μου. Ψάλλε μου και δεν θα σε εγκαταλείψω». Και του βάζει κάτι στο χέρι. Εκείνος ξύπνησε αμέσως γεμάτος συγκίνησι. Και έκπληκτος βλέπει ότι κρατούσε πραγματικά στο δεξί του χέρι ένα χρυσό νόμισμα. Αργότερα μάλιστα, που το τοποθέτησε στην εκκλησία, επιτελούσε και θαυματουργίες.
Ο π. Γελάσιος άκουγε εκστατικός τα λόγια του ηγουμένου. Κατάλαβε τι νόημα έκρυβε το μοίρασμα των χρημάτων. Μέσα του εδραιώθηκε η πίστις ότι οι άγιοι είναι ολοζώντανοι και παρακολουθούν με στοργή τους κόπους των μοναχών. Από την ημέρα εκείνη ασπαζόταν με μεγαλύτερη ευλάβεια τις εικόνες της Παναγίας και τα ιερά λείψανα της αγίας Αναστασίας.
(Αθανάσιος Γρηγοριάτης)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τ. Β΄, σ. 88-90)