ΈΝΑΣ μαγιστριανός (αξιωματικός του βυζαντινού στρατού) πήγαινε μαζί με τον υπασπιστή του σε κάποια εμπιστευτική αποστολή. Καθώς περνούσαν, τρέχοντας πάνω στα γρήγορα άλογά τους, σ’ έναν δρόμο ερημικό, σκόνταψαν πάνω σ’ ένα ολόγυμνο πτώμα που κειτόταν καταμεσίς του δρόμου.
- Ο δυστυχισμένος σίγουρα θα έχει πέσει θύμα ληστών, που λυμαίνονται τούτα τα μέρη, είπε ο αξιωματικός.
Αψηφώντας κάθε κίνδυνο που κι ο ίδιος διέτρεχε, όσο αργοπορούσε στ’ άγρια εκείνα μέρη, κατέβηκε από τ’ άλογο, έβγαλε την χλαίνα του και τύλιξε το γυμνό αιμόφυρτο σώμα. Ύστερα άνοιξε έναν πρόχειρο τάφο με την βοήθεια του συντρόφου του κι εθαψε τον άγνωστο. Όταν τέλειωσε όλη εκείνη η διαδικασία, ανέβηκε πάλι στο άλογο ο ευγενής νέος να συνεχίσει το ταξίδι του. Είχε όμως άρκετά καθυστερήσει και κινδύνευε να νυχτωθεί στην έρημο. Σπιρούνιζε λοιπόν το ζώο και κάλπαζε ασυλλόγιστα. Ξαφνικά εκείνο αφηνίασε και τον πέταξε κάτω. Αναίσθητο σχεδόν
από το φοβερό χτύπημα τον μετέφερε ο υπασπιστής του στο πιο κοντινό χάνι και φώναξε αμέσως έναν γιατρό.
Ο μαγιστριανός είχε σπάσει το δεξί του πόδι και υπέφερε φοβερά. Την άλλη μέρα η κατάστασή του χειροτέρεψε. Το πόδι μελάνιασε ολόκληρο κι οι πόνοι έγιναν αφόρητοι. Όσοι ειδικοί τον είδαν, είπαν πως έπρεπε χωρίς αναβολή να κοπεί. Δεν έπαιρνε θεραπεία, γιατί είχε αρχίσει ήδη να σαπίζει. Την επομένη θα του το έκοβαν οριστικά.
Την νύχτα ο νεαρός αξιωματικός δεν μπορούσε να κλείσει μάτι από τους πόνους και την θλίψη του. Έκλαιγε την συμφορά του και βογγούσε απελπιστικά. Θα είχαν φτάσει πια μεσάνυχτα, όταν είδε ξαφνικά ν' ανοίγει μ’ ένα ελαφρό τρίξιμο η πόρτα του δωματίου του και να μπαίνει μέσα κάποιος άγνωστος νέος. Πλησίασε το κρεββάτι του.
- Τί έχεις και βογγάς; τον ρώτησε με πολλή συμπάθεια.
- Τί θέλετε να κάνω, κύριε; είπε με πολύ κόπο ο άρρωστος, νομίζοντας πως ήταν κανένας από τους νυχτερινούς πελάτες του πανδοχείου που είχε ανησυχήσει από τα βογγητά του. Το πρωί θα μου κόψουν το πόδι οι γιατροί.
- Δείξε μου το χτύπημά σου.
Ο νέος έδειξε το πόδι του. Ο άγνωστος τότε με μεγάλη επιτηδειότητα έλυσε τους επιδεσμους. Το έτριψε απαλά με το χέρι του και είπε στον άρρωστο να σηκωθεί και να περπατήσει.
- Τί μου λέτε; άρχισε να διαμαρτύρεται εκείνος. Δεν βλεπετε πως είναι εντελώς σπασμένο και δεν επιδεχεται θεραπεία; Σας είπα πως θα το κόψουν το πρωί.
- Στηρίξου επάνω μου και περπάτησε, είπε με επιμονή ο άγνωστος, δεν έχεις τίποτε.
Ο άρρωστος τότε πιάστηκε από το χέρι που του άπλωσε ο παράξενος νυχτερινός επισκέπτης. Κατέβηκε με ευκολία από το κρεββάτι και σαν τρελός από την χαρά του, άρχισε να πηγαίνει πέρα-δώθε μέσα στο δωμάτιο, χωρίς την παραμικρή δυσκολία. Ούτε πόνο πια ένιωθε.
- Είδες λοιπόν που θεραπεύτηκες εντελώς! Πλάγιασε τώρα να κοιμηθείς και μην στενοχωριέσαι πια, του είπε ο άγνωστος και του έδωσε το χέρι να τον αποχαιρετήσει.
- Φευγετε, κύριε; ρώτησε ο μαγιστριανός.
- Τί άλλο θέλεις από μένα; Τώρα είσαι καλά.
- Για τ’ όνομα του Παντοδύναμου Θεού, που σε οδηγησε ως εδώ, πες μου. ποιός είσαι; φώναξε γεμάτος συγκίνηση ο νέος.
- Κοίταξέ με καλά. Δεν με αναγνωρίζεις;
- Όχι, έγνεψε ο αξιωματικός.
- Μήπως γνωρίζεις τούτη την χλαίνη;
Ο νέος έμεινε αναυδος από την έκπληξη.
- Είναι δική μου, ψιθύρισε όταν συνήλθε.
- Είμαι εκείνος που με σκεπασες με την χλαίνη σου. Ο Θεός μ’ έστειλε εδώ να σε γιατρέψω. Εκείνον να ευγνωμονείς σ’ όλη σου την ζωή. Και λέγοντας αυτά έγινε άφαντος.
Το πρωί, που ήρθαν οι γιατροί για την εγχείρηση, βρήκαν τον μαγιστριανό έτοιμο για ταξίδι. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Κι αναγκάστηκαν να παραδεχτούν το θαύμα. Από τότε ο ευγενής αξιωματικός έγινε πιο θερμός στην πίστη και δεν έπαυσε σ’ όλο το διάστημα της ζωής του να ελεεί ζωντανούς και πεθαμένους.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.105-107)