"Ήμουν πολύ άρρωστος, ήταν πολύ ωραία!
"Ο Γέροντας μας απεκάλυπτε μυστήρια του Θεού, όχι μόνο με τη διδασκαλία του, αλλά και με τα βιώματά του.
Είναι γεγονός ότι, μέσα στις σωματικές ασθένειές του, "ετελειώθη η δύναμις" του Κυρίου,
φανερώθηκαν τα θαυμαστά έργα Του και δοξάσθηκε το όνομά Του.
Είναι επίσης αλήθεια ότι, με την ανεξάντλητη καρτερία του, μέσα στην οδύνη των ασθενειών αυτών,
καταισχύνθηκε ο διάβολος και αποδείχθηκε, ότι ο Γέροντας έγινε "πιστός άχρι θανάτου" στο Θεό,
όχι από ωφελιμιστική υστεροβουλία, αλλά μόνο από αγάπη, όπως ο "αληθινός, άμεμπτος,δίκαιος, θεοσεβής,
απεχόμενος από παντός πονηρού πράγματος" Ιώβ που, με την ομώνυμη υπομονή του,
διέψευσε τις καυχησιολογίες του σατανά και επιβεβαίωσε την υπεροχή της θείας αγάπης, που "ουδέποτε εκπίπτει".
Ο Θεός επέτρεψε στο διάβολο να τον προκαλέσει και να βάλει σε πειρασμό το Γέροντα με τις σωματικές ασθένειες,
κι ο Γέροντας δέχθηκε με αγαπητική αυταπάρνηση αυτό τον πειρασμό.
Αυτή η αυταπάρνησή του μας βοηθά να καταλάβουμε, έστω λίγο, την έκφραση της, εκπληκτικής για μας, εμπειρίας του:
"Ήμουν πολύ άρρωστος, πονούσα δυνατά, ήταν πολύ ωραία".
Ο Γέροντας δεν ήθελε να πονά παθητικά, για να ηττάται από τον πόνο και να βυθίζεται στο νοσηρό αυτό οικτιρμό της αποτυχίας,
αλλά αντίθετα, αποδεχόταν ηρωικά κάθε δαιμονική πρόκληση του πόνου, για να τον νικά, με τη δύναμη του Χριστού,
και να πετά, όλο και πιο υγιής ψυχικά, πάνω απ' αυτόν, όπως οι άγιοι μάρτυρες.
[Γ 210π.]
"Από των πολλών μου αμαρτιών… "
Μου είπε ο Γέροντας: -Όταν ήμουν νεότερος, παρακάλεσα το Θεό να μου στείλει την αρρώστια του καρκίνου
για να πονώ για την αγάπη Του. Ένα χειμώνα μ' έστειλαν οι Γέροντες για σαλιγκάρια.
Τέσσερις ώρες μέσα στα χιόνια μάζευα. Στην πλάτη είχα το βρεγμένο σακούλι, σαν πάγος.
Αρρώστησα από πλευρίτιδα. Δεν είχαμε καλό φαΐ, ούτε φάρμακα. Έγινα πετσί και κόκκαλο.
Τους λέω, θα πεθάνω. Ήλθε ο αδερφός μου από μακριά. Μου έβαλε εκδόριον. Ξέρεις τί είναι το εκδόριον;
-Όχι, δεν ξέρω.-Ένα τετράγωνο κομμάτι δέρμα, το κολλάνε στην πλάτη εκεί που έχει το υγρό.
Μαζεύει όλο το υγρό της πλευρίτιδας. Σαν μια φουσκάλα φούσκωσε.
Μετά μία εβδομάδα το έκοψαν με το ψαλίδι γύρω γύρω, μαζί με το δέρμα.
Τρομερός πόνος… Κι εγώ από τον πόνο έψαλλα: "Από των πολλών μου αμαρτιών… "
Μετά κόλλησαν στην πληγή ένα τσιρότο από κερί και άλλες ουσίες. Αυτό μάζευε το πύον και έκαναν αλλαγές.
Κάθε αλλαγή, καινούριοι πόνοι. Επειδή είχα ανάγκη φαγητού, με έστειλαν ένα μήνα στην Αθήνα.
Συνερχόμουνα και αμέσως επέστρεφα. Ξανά αρρώστησα. Με έστειλαν δύο μήνες, τα ίδια.
Αμέσως ξαναγύρισα, και ξαναρρώστησα. Τελικά, μετά από σύσκεψη, απεφάσισαν να με διώξουν οριστικά.
Με δάκρυα πολλά τους αποχαιρετήσα. Ο παραδελφός μου με συνόδευσε ως το πλοίο.
Κλαίγαμε και οι δύο.-Παπά μου, μην κλαις, του έλεγα, θα ξαναέλθω..
-Παιδί μου, μην κλαις, μου έλεγε, θα σε ξαναφέρει η Παναγία.
[Ά 41π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ. 100-102)