Ὁ Μόδεστος ἦταν ἀπὸ τὴν ἄθλια ἐκείνη πάστα τῶν ἀνθρώπων ποὺ γίνονται βασιλικώτεροι τοῦ βασιλέως γιὰ νὰ κρατήσουν τὴν θέση τους. Ἀδίστακτος καὶ ἀπάνθρωπος, γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ καὶ νὰ ἀρέσει στὸν ἀφέντη του. Ἡ Ἐκκλησία στὴν Ἀνατολὴ γνώρισε τὴ θηριωδία του ἀπὸ τὴν καλή…
Στὴν Καισάρεια ὁ Μόδεστος ἐγκαταστάθηκε στὸ Διοικητήριο. Ἡ ἀναμέτρηση ὅμως ἔγινε μᾶλλον στὸ δικαστήριο… Διέταξε νὰ τοῦ φέρουν τὸ Βασίλειο, ποὺ ἦταν κιόλας ἕτοιμος.
Ὅλη τὴ νύχτα ὁ ἐπίσκοπος προσευχόταν. Γιὰ κάποια στιγμὴ ἔνοιωσε τὰ γόνατά του νὰ λύνονται ἀπὸ φόβο. Θὰ τὰ κατάφερνε; Θὰ στεκόταν ὅσο χρειαζόταν ἄξιος μπροστὰ στὸ θηρίο; Τὸ πικρὸ ποτήρι μένει πικρὸ καὶ γιὰ τοὺς μεγάλους. Πέρασε ὅμως ὁ φόβος του. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἔσφιξε τοὺς ἁρμούς του καὶ ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται ἀλλοιώτικα…
Καὶ ὁ Μόδεστος; Μόλις τὸν εἰδοποίησαν πῆγε στὴν ἐπίσημη αἴθουσα καὶ ἔκατσε στὸ θρόνο προκλητικά, περισσότερο ἀπειλητικά. Ἔπρεπε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ νὰ ξαφνιάσει τὸ Βασίλειο. Εἶχε ἀκούσει τόσα πολλὰ γιὰ τὸν ἰσχνὸ τοῦτο ἄνδρα ποὺ τὸν ἔκαναν λιγώτερο σίγουρο. Ἀμηχανία κι ἕνας ἀδιόρατος φόβος καρφώθηκε κάπου στὴν καρδιὰ τοῦ Μόδεστου καὶ δὲν ἔλεγε νὰ φύγει. Γι’ αὐτὸ ἔπρεπε ἀπὸ τὴν ἀρχή νὰ τοῦ πάρει ἀμέσως τὸν ἀέρα μὲ τρόπο ἀπότομο, ἐτσιθελικό, σκληρό. Νὰ τελειώσει μιὰ ὥρα γρηγορώτερα. Λίγο πίσω ἀπὸ τὸν ἔπαρχο στάθηκαν μερικὰ ἐπίσημα πρόσωπα: διοικητής, εὐνοῦχοι, δικαστὲς ξοφλημένοι…
Ἔφεραν στὴν αἴθουσα τὸ Βασίλειο. Προχώρησε στὸ θρόνο ἀγέρωχα, χωρὶς νὰ προκαλεῖ. Εὔχαρης, χωρὶς νὰ γελάει. Ὁ Μόδεστος τεντώθηκε, ἔβαλε πάγο καὶ σίδερο στὴ φωνή του, μίλησε:
Μόδεστος: Βασίλειε, πῶς τόλμησες -μόνο ἐσὺ- νὰ πᾶς κόντρα στὸ θέλημα τοῦ βασιλιᾶ μας; Ποιὸς εἶσαι σὺ ποὺ τόλμησες νὰ τὸν περιφρονήσεις;
Ὁ Βασίλειος κατάλαβε τὴν τακτική: ἐπίθεση κι αἰφνιδιασμός. Δὲν θὰ παρασυρόταν ὅμως. Θὰ ἐπέβαλλε τὸ δικό του ρυθμὸ στὴ φοβερὴ ἀναμέτρηση. Θὰ γινόταν βράχος ποὺ ἐπάνω του θὰ τσακιζόταν ἡ ὀργὴ καὶ τὸ μίσος τῶν αἱρετικῶν. Θὰ ὑψωνόταν σύμβολο γιὰ τὸ ὄρθωμα τῆς Ἐκκλησίας μπροστὰ στὶς ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου. Ζητάει λοιπὸν συγκεκριμένα στοιχεῖα, κατηγορία καθαρή:
Βασίλειος: Γιὰ ποιὸ πράγμα μὲ κατηγορεῖς, ποιὸ εἶναι τὸ σφάλμα μου καὶ δὲν τὸ ξέρω;
Μόδεστος: Δὲν ἔχεις τὴν πίστη τοῦ βασιλιᾶ, τώρα ποὺ ὅλοι ὑποτάχθηκαν.
Βασίλειος: Κάνω ἔτσι γιατί ὁ δικός μου βασιλιὰς δὲ στέργει τὴν πίστη τοῦ Οὐάλη, ποὺ προσκυνᾶ τὸ κτίσμα (οἱ ἀρειανοὶ δέχονταν τὸν Υἱὸ σὰν κτίσμα). Πῶς νὰ τὸ κάνω τοῦτο, ἀφοῦ ἐγὼ ποὺ εἶμαι κτίσμα κλήθηκα νὰ γίνω Θεός. Προσκυνῶ τὸν Υἱὸ σὰν Θεὸ καὶ ὄχι σὰν κτίσμα.
Μόδεστος: Καὶ τότε τί εἴμαστε ἐμεῖς, ποὺ πιστεύουμε ὅπως ὁ αὐτοκράτορας;
Βασίλειος: Τίποτα, ὅσο προστάζετε τέτοια πράγματα!
Ἱδρώτας, ἀγωνία καὶ μαζὺ ὀργὴ χωρὶς ὅρια πάλευαν στὸ ἄρρυθμο πνεῦμα τοῦ ἐπάρχου. Ἄρχισε κιόλας νὰ τὰ χάνει. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἀφελής του ἐρώτηση.
Μόδεστος: Γιατί δὲ τὸ ’χεις γιὰ σπουδαῖο νὰ εἶσαι μὲ τὸ μέρος μας, νὰ μᾶς ἔχεις φίλους;
Βασίλειος: Βεβαίως εἴσαστε κιόλας ἔπαρχοι καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς μὰ δὲ σᾶς ἔχω πιὸ σεβαστοὺς ἀπὸ τὸ Θεό! Καὶ σὰν τέκνα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἴσαστε εἶναι σπουδαῖο νὰ σᾶς ἔχω φίλους. Τόσο σπουδαῖο ὅσο νὰ ἔχω φίλους καὶ τοὺς ὑφισταμένους σας. Ὁ χριστιανισμὸς δὲ φαίνεται ἀπὸ τὰ ἀξιώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πίστη τῶν προσώπων. Μὲ τὰ λόγια τοῦτα ὁ Βασίλειος φώτισε μὲ δυνατὸ φῶς τὸν ἰσχυρὸ ἄρχοντα. Τοῦ ἔδειξε πόσο μικρὸς εἶναι καὶ πόσο κωμικὴ γίνεται ἡ αὐθάδειά του.
Ὁ Μόδεστος τὸ κατάλαβε. Ἔνοιωσε νὰ τὸν ξεγυμνώνουν. Νὰ τοῦ παίρνουν τὴ δύναμη, μὲ τὴν ὁποία τρόμαζε τοὺς μικρούς. Ἄναψε λοιπὸν καὶ κόρωσε. Οἱ φλέβες του τινάχθηκαν… Μὲ μιᾶς ὀρθώθηκε στὸ θρόνο καὶ σχεδὸν ἄναρθρα φοβέριζε:
Μόδεστος: Δὲ φοβᾶσαι, λοιπόν, τὴν ἐξουσία μου;
Βασίλειος: Μὰ τί μπορεῖς νὰ μοῦ κάνεις, τί πρόκειται νὰ πάθω; …
Μόδεστος: Τί μπορῶ; Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἔχω δικαιοδοσία…
Βασίλειος: Ποιὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ θὰ πάθω, πέστα μου νὰ τ’ ἀκούσω!
Μόδεστος: Δήμευση τῆς περιουσίας σου, ἐξορία, βασανιστήρια, θάνατο.
Βασίλειος: Μὲ ἄλλο τίποτε φοβέρισέ με, αὐτὰ δὲ μὲ νοιάζουν.
Ὁ ἐξαγριωμένος ἔπαρχος ἔνοιωσε τὰ λόγια τοῦτα μαχαίρι στὰ νεφρά του. Τὰ μάτια του ἔγιναν κόκκινα. Ἡ φωνὴ του τσάκισε. Τὰ νεῦρα του ἔκλαιγαν καὶ παραδίνονταν. Ὅλα γύρω του χάνονταν. Ἀπὸ δυνατὰ γίνονται ἀδύνατα. Ἀπὸ ἰσχυρὰ ἀνίσχυρα. Γι’ αὐτὸ ὁ ἴδιος μίκραινε. Γινόταν αὐτὸς ποὺ ἦταν: μικρός. Μάζεψε τὶς δυνάμεις του ὅμως καὶ ψέλλισε:
Μόδεστος: Πῶς γίνεται αὐτό, πῶς καὶ δὲ φοβᾶσαι;
Βασίλειος: Γιατί δὲ φοβᾶται δήμευση αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει τίποτα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ τριμμένα παλιὰ ροῦχα καὶ μερικὰ βιβλία. Αὐτὰ εἶναι ὅλο τὸ βιός μου, Μόδεστε! Ἡ ἐξορία πάλι δὲ μὲ τρομάζει γιατί δὲν ἔχω τόπο δικό μου. Καὶ ἡ Καισάρεια στὴν ὁποία τώρα κατοικῶ δὲν εἶναι δική μου. Ὅπου λοιπὸν κι ἂν μὲ πετάξετε θὰ εἶναι τόπος τοῦ Θεοῦ κι ἐγὼ θὰ εἶμαι πάροικος καὶ παρεπίδημος. Τὰ βασανιστήρια; Τί νὰ κάνουν κι αὐτὰ σὲ σῶμα σὰν τὸ δικό μου! Ἕνα πρῶτο κτύπημα θὰ δώσεις κι ὅλα τελείωσαν ἀμέσως. Αὐτὸ εἶσαι ἱκανὸς νὰ τὸ κάνεις. Μὲ ἀπειλεῖς μὲ θάνατο; Θὰ μοῦ γίνεις εὐεργέτης. Αὐτὸ ποθῶ κι ἐγώ, νὰ πάω πιὸ γρήγορα στὸ Θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο ζῶ καὶ ἀγωνίζομαι. Βιάζομαι νὰ φθάσω στὸν Θεό μου, στὸν Πατέρα μου!…
Μόδεστος: Κανεὶς μέχρι τώρα δὲ μίλησε μὲ τόσο θάρρος στὸ Μόδεστο, κανεὶς δὲν εἶχε μπροστά μου τόση παρρησία.
Ἦρθε καὶ ἡ ὥρα τοῦ κεραυνοῦ. Ὁ Βασίλειος δὲν κρατήθηκε. Οἱ ὧρες εἶναι μεγάλες, κρίσιμες, ἱστορικές. Γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κατηγορήσει κανεὶς ἐγωϊστή!
Βασίλειος: Γιατί δὲ συνάντησες ποτέ σου ἀληθινὸ ἐπίσκοπο. Ἀλλοιῶς θὰ σοῦ μιλοῦσε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀφοῦ θ’ ἀγωνιζόταν γιὰ τόσο ὑψηλὰ πράγματα. (Ὁ Βασίλειος εἶδε τώρα τὸ συντριμμένο ἔπαρχο, μέτρησε καὶ τὸ βαρὺ λόγο ποὺ ξεστόμησε καὶ θέλησε νὰ μαλακώσει τὴν ἀτμόσφαιρα). Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, ἔπαρχε, εἴμαστε καλοὶ καὶ ταπεινοὶ ὅσο κανεὶς ἄλλος. Ὄχι μόνο στὸ βασιλιὰ δὲ φερόμαστε ὑπεροπτικά, μὰ οὔτε καὶ στὸν πιὸ μικρὸ ἄνθρωπο. Ἂν ὅμως τύχει νὰ κινδυνεύει ἡ πίστη στὸ Θεό, τότε περιφρονοῦμε τὰ πάντα καὶ ἀγκαλιάζουμε αὐτήν. Τότε ἡ φωτιά, τὸ ξίφος τοῦ δήμιου, τὰ θηρία καὶ τὸ ξέσκισμα τῆς σάρκας μας μὲ τὰ νύχια τῶν βασανιστῶν φέρνει σὲ μᾶς περισσότερο εὐχαρίστηση παρὰ φόβο. Γι’ αὐτὸ κάνε ὅ,τι θέλεις, ὅ,τι ἔχεις δικαιοδοσία. Βρίσε με, ἀπείλησέ με ὅσο θέλεις. Ἂς τὸ ἀκούσει ὅμως κι ὁ βασιλιάς, δὲν θὰ μὲ καταφέρεις νὰ δεχθῶ τὴν κακοδοξία, ἔστω κι ἂν ἀπειλήσεις χειρότερα.
Ἦταν ἡ τελευταία ψυχρολουσία ποὺ δέχθηκε ὁ τραγικὸς ἄρχοντας ἀπὸ τὸ Βασίλειο στὴ φοβερὴ καὶ ἱστορικὴ τούτη ἀναμέτρηση. Μουδιασμένος ὁ Μόδεστος, σὰν τὸ δαρμένο ζῶο ἔκανε νόημα στοὺς φρουροὺς ν’ ἀφήσουν ἐλεύθερο τὸ Βασίλειο…
Τί ἀπέγινε μὲ τὸ Μόδεστο; Σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸ Βασιλιά, ποὺ ἔφθανε στὴν Καισάρεια. Δὲ δίστασε νὰ τοῦ πεῖ τὴν ἀλήθεια: « Νικηθήκαμε, βασιλιά μου, ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο αὐτῆς ἐδῶ τῆς Ἐκκλησίας. Δὲ φοβᾶται ἀπειλές. Εἶναι πιὸ σταθερὸς ἀπὸ τοὺς λόγους μας, πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ τὴν πειθώ μας. Ἂς ἀπειλήσουμε κανένα δειλό, ὄχι τὸ Βασίλειο. Ἂν θέλουμε ἀποτελέσματα, πρέπει νὰ καταφύγουμε στὸν ἐξαναγκασμὸ» (νὰ τὸν ἐξορίσουν δηλαδή).
Ὁ αὐτοκράτορας, ποὺ στὸ μεταξὺ ἔμαθε τὰ καθέκαστα, ὅσα χρειαζόταν γιὰ νὰ καταλάβει τὴ δύναμη τοῦ Βασιλείου, δὲ συμφώνησε. Εἶχε τὸ κουράγιο νὰ θαυμάζει τὶς ἀρετὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μὴ χρησιμοποιήσουν βία.
Ἡ ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου: Βασίλειος Καισαρείας
Ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας