ΈΝΑΣ Χριστιανός, που ευλαβούνταν τον Όσιο Μακάριο, του πήγε δώρο ένα καλάθι σταφύλια. Ο Όσιος, που τ’ αγαπούσε πολύ, ευχαριστήθηκε. Μα όταν έφυγε ο επισκέπτης, για να κόψει την επιθυμία του, τα έστειλε αμέσως σε κάποιο άρρωστο Ερημίτη, που είχε επιθυμήσει να φάει απ’ αυτά τα οπωρικά. Εκείνος τα δέχτηκε με μεγάλη χαρά, αλλά ύστερα σκέφτηκε πως ήταν άπρεπο να ικανοποιήσει την επιθυμία του. Τα έστειλε λοιπόν στον γείτονά του, λέγοντας πως δεν είχε όρεξη να φάει. Ο γείτονας τα έστειλε στον παρακάτω Γέροντα κι εκείνος πάλι σ’ άλλον. Ώσπου το καλάθι έκανε σχεδόν τον γύρο ολόκληρης της σκήτης. Ο τελευταίος που το πήρε, είπε με τον νου του:
- Τα σταφύλια αρέσουν στον Αββά Μακάριο. Δεν του τα πηγαίνω, να τον ευχαριστήσω;
Πήρε το καλάθι και το πήγε στον Όσιο. Εκείνος το γνώρισε αμέσως και ρωτώντας έμαθε πως είχε φτάσει στα χέρια του. Τότε δόξασε τον Θεό για την εγκράτεια των αδελφών, που ήταν απόδειξη της πνευματικής προκοπής τους.
Ο ΑΒΒΑΣ Πίωρ συνήθιζε να τρώει το λίγο ψωμάκι του περπατώντας.
- Γιατί το κάνεις αυτό, Πάτερ; τον ρωτούσαν οι αδελφοί.
- Δεν έχω το φαί για έργο, έλεγε ο Γέροντας, αλλά πάρεργο. Με το περπάτημα απασχολούμαι και δεν νιώθω την απόλαυση της τροφής.
ΚΑΠΟΙΟΣ διορατικός Γέροντας επισκέφθηκε μια φορά ένα γειτονικό Κοινόβιο. Ο Ηγούμενος τον προσκάλεσε το μεσημέρι να φάει στην τράπεζα των αδελφών. Το φαγητό ήταν κοινό για όλους. Μα καθώς έτρωγαν οι μοναχοί, έβλεπε ο Γέροντας πως μερικοί έβαζαν στο στόμα τους μέλι, άλλοι ψωμί και άλλοι ακαθαρσίες. Απόρησε και παρακάλεσε τον Θεό να του φανερώσει τί ήταν εκείνο το παράδοξο που έβλεπε μπροστά του.
Παρουσιάστηκε λοιπόν θείος Άγγελος και του αποκάλυψε πως εκείνοι που έβλεπε να τρώνε μέλι, πήγαιναν στην τράπεζα με σεβασμό, σαν να έμπαιναν στην εκκλησία, κι ενώ έτρωγαν για την ανάγκη του σώματος ο νους τους ήταν απασχολημένος με την προσευχή. Όσοι φαίνονταν να τρώνε ψωμί, ήταν εκείνοι που ευχαριστούσαν τον Θεό για την τροφή που τους έστελνε κάθε μέρα. Αυτοί που έτρωγαν ακαθαρσίες, μεμψιμοιρούσαν για το φαγητό κι έκαναν διακρίσεις λέγοντας πως το ένα ήταν καλό, το άλλο άνοστο, και ποτέ δεν έμεναν ευχαριστημένοι.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 93-94 )