Ήθελα εδώ να τελειώσω την ομιλίαν, διότι δεν αρέσκονται να ακούουν μεγάλους λόγους αι ψυχαί των ευρισκομένων εις μεγάλην θλίψιν και όπως όταν ένα μεγάλο σύννεφον ευρεθή εμπρός εις τας ηλιακάς ακτίνας συντελεί ώστε να γυρίσουν οπίσω όλαι, έτσι και το σύννεφον της λύπης, όταν σταθή εμπρός εις την ψυχήν την ιδικήν μας, δεν αφήνει εύκολα να περάση ο λόγος, αλλά τον πνίγει και τον κρατεί μέσα του με πολλήν βίαν.
Και τούτο δεν παρατηρείται μόνον εις τους ομιλούντας, αλλά και εις τους ακούοντας. Διότι όπως δεν αφήνει τον λόγον να εξέλθη εύκολα από την ψυχήν του ομιλητού, έτσι δεν επιτρέπει, με την δύναμιν που έχει, να εισέλθη εις την διάνοιαν των ακροατών. Δια τούτο και οι Ιουδαίοι όταν ηργάζοντο εις την λάσπην και κατεσκεύαζον πλιθιά, δεν εδέχοντο να ακούσουν τον Μωϋσήν όταν τους έλεγε μεγάλα πράγματα δια την σωτηρίαν των από τους Αιγυπτίους, διότι η πολλή λύπη ημπόδιζε τον λόγον να φθάση εις την διάνοιάν των και τους έφραζε την ακοήν.
Ήθελα λοιπόν και εγώ κατόπιν τούτου να σταματήσω εδώ τον λόγον, αλλ΄ έχων υπ’ όψιν ότι το σύννεφον δεν εμποδίζει πάντοτε την διάβασιν των ηλιακών ακτίνων, αλλά συμβαίνει πολλές φορές και το αντίθετον, όταν ο ήλιος έχη περισσοτέραν της συνήθους θερμότητος και πέφτει συνεχώς επάνω εις αυτό, αραιώνει το νέφος και το σπάζει πολλάκις εις το μέσον και αφού χύση άφθονον φώς γίνεται πολύ ευχάριστος εις εκείνους που τον βλέπουν. Αυτό και εγώ αναμένω να συμβή με σας, όταν ο λόγος θα ομιλή συνεχώς εις τας ψυχάς σας, και θα επιμείνη περισσότερον ελπίζω να σπάση το σύννεφον της λύπης και να φωτισθή η διάνοιά σας με την συνηθισμένην διδασκαλίαν. (ΕΠΕ 31,639)