Σας οφείλω πολλάς ευχαριστίας, διότι μετά προθυμίας ηκούσατε τας ομιλίας περί προσευχής, και διότι με εκάματε ευτυχή, διότι «είναι ευτυχής εκείνος που ομιλεί εις ώτα ακουόντων». Δεν επείσθην δε μόνον από τα χειροκροτήματα και τους επαίνους, αλλά και από όσα είδα να πράττετε.
Διότι όταν σας συμβούλευα να μη προσεύχεσθε εναντίον των εχθρών, και σας έλεγα ότι παροργίζομεν τον Θεόν πράττοντες τούτο, και νομοθετούμεν αντίθετα προς το θέλημα αυτού (διότι ο Θεάς είπε να προσεύχεσθε δια τους εχθρούς σας, εμείς όμως όταν προσευχώμεθα κατά των εχθρών μας αξιούμεν από αυτόν να καταργήση τον νόμον του), όταν λοιπόν σας έλεγα αυτά ή τέτοια πράγματα, είδα πολλούς από εσάς να κτυπούν τα πρόσωπά των και τα στήθη, να αναστενάζουν με θλίψιν, να υψώνουν τα χέρια προς τον ουρανόν και να ζητούν συγγνώμην δια τας τοιούτου είδους προσευχάς των.
Τότε λοιπόν και εγώ αφού ύψωσα τους οφθαλμούς μου προς τον ουρανόν ευχαρίστησα τον Θεόν, διότι τόσον γρήγορα εκαρποφόρησεν ο λόγος της διδασκαλίας.
Διότι τέτοιος είναι ο σπόρος ο πνευματικός δεν έχει ανάγκην ούτε μεγάλων χρονικών περιόδων, ούτε χρόνων, ούτε ημερών, αλλ΄ αν εισέλθη εις ψυχήν αγαθήν εμφανίζει αμέσως τον στάχυν ώριμον και πλήρη.
Αυτό δε έγινε χθες εις εσάς. Έρριψα εις τας καρδίας σας λόγους που διεγείρουν την ψυχήν, και εβλάστησεν επιθυμία και αναστεναγμός εξομολογήσεως, αναστεναγμός τέτοιος που είχε πολύν πλούτον αγαθών. (ΕΠΕ 31,287-289)