ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας αρρώστησε βαριά και του κόπηκε η όρεξη. Ο υποτακτικός του, για να τον ευχαριστήσει, τον παρακάλεσε να του επιτρέψει να του φτιάξει μια μικρή πίτα. Μπροστά στην επιμονή του νέου, υποχώρησε ο Γέροντας και τον άφησε. Από την βιασύνη του ο υποτακτικός έκανε λάθος κι αντί για μέλι έριξε στην πίτα λινέλαιο, που μεταχειρίζονταν στο εργόχειρό τους.
Μόλις έβαλε λίγο στο στόμα του ο Γέροντας, κατάλαβε το λάθος του υποτακτικού, αλλά για να μην τον λυπήσει, δεν είπε τίποτε. Βίασε τον εαυτό του να φάει, αλλά ήταν αδύνατον. Το λινέλαιο έχει αηδιαστική γεύση. Βλεποντάς τον ανόρεκτο ο νέος, τον πίεζε να φάει. Για να τον πείσει, έβαλε κι αυτός λίγο στο στόμα του, λέγοντας:
- Είναι πολύ ωραίο. Να, τρώω κι εγώ.
Μα αμέσως κατάλαβε το λάθος που είχε κάνει κι έβαλε τις φωνές:
- Αλίμονο, σε θανάτωσα, Αββά. Και δεν μου έλεγες τίποτε τόση ώρα;
- Μην στενοχωριέσαι, παιδί μου, του είπε με καλοσύνη ο Όσιος. Αν ήθελε ο Θεός να φάω πίτα, θα είχες βάλει μέσα μέλι.
ΈΝΑΣ Γέροντας δίνει τον ακόλουθο κανόνα ευπρεπείας:
- Όταν καθίσεις να φας, αδελφέ, πρόσεξε μην νικηθείς από τον δαίμονα της λαιμαργίας, που σε αναγκάζει να τρως άτακτα και με βιασύνη και να επιθυμείς να γεύεσαι πολλά είδη φαγητών μαζί. Μάθε να τρως με σεμνότητα και να διατηρείς το μέτρο της εγκράτειας.
ΜΑΣ διηγείται ο βιογράφος του Οσίου Σάββα του Ηγιασμένου πως πολύ νέος, αμούστακο σχεδόν παιδί, πήγε σ’ ένα μοναστήρι κι έγινε μοναχός. Ο Ηγούμενος τον έστειλε να βοηθά τον κηπουρό. Μια μέρα, που βρέθηκε μόνος στον κήπο ο μικρός Σάββας, είδε ένα κατακόκκινο μήλο πάνω στην μηλιά. Λαχτάρησε να το γευτεί, καθώς ήταν πεινασμένος. Άπλωσε το χέρι να το κόψει. Μα αμέσως το κατέβασε τρομαγμένος. Μια φωνή, που ερχόταν βαθιά από μέσα του, του έλεγε:
- Ένα τέτοιο μήλο έδιωξε τον Αδάμ από τον Παράδεισο. Θέλεις να πάθεις κι εσύ το ίδιο, Σάββα;
Κι όχι μόνο δεν έκοψε εκείνο για να το φάει, μα τιμώρησε τον εαυτό του για την επιθυμία, που τον έσπρωχνε στην κακή πράξη, κι από τότε σ’ όλη του την ζωή δεν έβαλε μήλο στο στόμα του.
Με κάτι τέτοια απόκτησαν δυνατό χαρακτήρα οι Άγιοι.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 94 )
ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας αρρώστησε βαριά και του κόπηκε η όρεξη. Ο υποτακτικός του, για να τον ευχαριστήσει, τον παρακάλεσε να του επιτρέψει να του φτιάξει μια μικρή πίτα. Μπροστά στην επιμονή του νέου, υποχώρησε ο Γέροντας και τον άφησε. Από την βιασύνη του ο υποτακτικός έκανε λάθος κι αντί για μέλι έριξε στην πίτα λινέλαιο, που μεταχειρίζονταν στο εργόχειρό τους.
Μόλις έβαλε λίγο στο στόμα του ο Γέροντας, κατάλαβε το λάθος του υποτακτικού, αλλά για να μην τον λυπήσει, δεν είπε τίποτε. Βίασε τον εαυτό του να φάει, αλλά ήταν αδύνατον. Το λινέλαιο έχει αηδιαστική γεύση. Βλεποντάς τον ανόρεκτο ο νέος, τον πίεζε να φάει. Για να τον πείσει, έβαλε κι αυτός λίγο στο στόμα του, λέγοντας:
- Είναι πολύ ωραίο. Να, τρώω κι εγώ.
Μα αμέσως κατάλαβε το λάθος που είχε κάνει κι έβαλε τις φωνές:
- Αλίμονο, σε θανάτωσα, Αββά. Και δεν μου έλεγες τίποτε τόση ώρα;
- Μην στενοχωριέσαι, παιδί μου, του είπε με καλοσύνη ο Όσιος. Αν ήθελε ο Θεός να φάω πίτα, θα είχες βάλει μέσα μέλι.
ΈΝΑΣ Γέροντας δίνει τον ακόλουθο κανόνα ευπρεπείας:
- Όταν καθίσεις να φας, αδελφέ, πρόσεξε μην νικηθείς από τον δαίμονα της λαιμαργίας, που σε αναγκάζει να τρως άτακτα και με βιασύνη και να επιθυμείς να γεύεσαι πολλά είδη φαγητών μαζί. Μάθε να τρως με σεμνότητα και να διατηρείς το μέτρο της εγκράτειας.