ΜΙΑ χειμωνιάτικη νύχτα αναγκάστηκαν ν' αγρυπνήσουν οι αδελφοί ενός μοναστηριού για να τελειώσουν μια βιαστική δουλειά. Ένας απ’ αυτούς, πολύ ασθενικός στο σώμα, τόσο υπέφερε από το κρύο που τον έπιασαν δυνατά ρίγη. Άφησε τότε την δουλειά και γύρισε στο κελλί του. Κάποιος άλλος όμως αγανάκτησε γι’ αυτό, άρχισε να γογγύζει, ώσπου εξανάγκασε τους υπόλοιπους να στείλουν να φωνάξουν πίσω τον άρρωστο.
Ο αδελφός, που πήγε γι’ αυτή την δουλειά, τον βρήκε σε κακή κατάσταση και τον λυπήθηκε.
- Μ’ έστειλαν οι αδελφοί να δώ πως είσαι, του είπε με καλοσύνη. Όσο για την δουλειά μην στενοχωριέσαι, εμείς θα την τελειώσουμε.
- Ο Θεός ν’ ανταμείψει τους κόπους σας, είπε εκείνος μ’ ευγνωμοσύνη. Επιθυμούσα πολύ να κοπιάσω μαζί σας, αλλά μ’ εμποδίζει η ασθένεια μου.
Γύρισε ο αδελφός και είπε στους άλλους τα λόγια του αρρώστου, βεβαιώνοντάς τους πως πραγματικά υπέφερε.
Έτσι, με την μεσολάβηση του διακριτικού αδελφού δεν έχασαν την ειρήνη της ψυχής τους.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 96 )