δ'. Ο ίδιος Αββάς Θεόφιλος έλεγε: «Τί φόβος και τρόμος και καταναγκασμός έχει να μας πιάση, όταν η ψυχή θα χωρίζεται από το σώμα! Γιατί θα έλθουν σ’ εμάς τότε οι ενάντιες δυνάμεις ολόκληρο πλήθος, οι άρχοντες του σκότους, οι κοσμοκράτορες του κακού, οι αρχές και οι εξουσίες, τα πνεύματα της αμαρτίας. Και θα κρατούν την ψυχή τιμωρητικά, παρουσιάζοντάς της όλα τα αμαρτήματα, όπου έκαμε με γνώση ή άγνοια, από τη νεότητά της έως την τωρινή της ηλικία, θα την κατηγορούν λοιπόν εκεί για όλα όσα έπραξε. Τί τρόμος λοιπόν θα κατέχη την ψυχή εκείνη την ώρα, ωσότου βγή η απόφαση και ελευθερωθή! Αυτή θα είναι η ώρα του καταναγκασμού της, ωσότου δη τί θα απογίνη. Αλλά και οι θείες δυνάμεις θα στέκωνται κατά πρόσωπο των εναντίων και θα παρουσιάζουν και αυτές τα καλά της έργα. Νοιώθει λοιπόν η ψυχή, στέκοντας καταμεσίς, τί φόβος και τρόμος τη συνέχει, ωσότου βγή η απόφαση της δίκης της από τον δίκαιο Κριτή. Και αν μεν είναι άξια, οι δαίμονες τιμωρούνται και η ίδια τους αρπάζεται. Και από τότε θα είναι αμέριμνη ή μάλλον θα κατοική έτσι σύμφωνα με το ρητό: ως ευφραινομένων πάντων η κατοικία εν σοι. Τότε, θα εκπληρώνεται το γραμμένο: απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός. Τότε, απαλλαγμένη, θα πορεύεται σ’ εκείνη την ανεκλάλητη χαρά και δόξα, όπου θα εγκατασταθή. Αν όμως βρεθή ότι έζησε σε αμέλεια, ακούει τα φοβερότατα λόγια: αρθήτω ο ασεβής ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου. Τότε, την πιάνει ξαφνικά μέρα οργής, μέρα θλίψεως και καταναγκασμού, μέρα σκότους και γνόφου. Παραδίδεται στο εξώτερο σκότος, καταδικάζεται στο αιώνιο πυρ και θα κολάζεται σε απεράντους αιώνες. Τότε, πού η καύχηση του κό1σμου; Πού η κενοδοξία; Πού η ευχαρίστηση; Πού η απόλαυση; Πού η φανταχτερή ζωή; Πού η ανάπαυση; Πού η υπερηφά νεια; Πού τα χρήματα; Πού η κοινωνική διάκριση; Πού ο πατέρας; Πού η μητέρα; Πού ο αδελφός; Ποιος θα μπόρεση να τη βγάλη, καθώς θα την καίη η φωτιά και θα βασανίζεται τόσο πικρά; Αφού λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, πως θα έπρεπε να ζούμε; Με άγιες αναστροφές, με κάθε ευσέβεια. Τί αγάπη πρέπει να αποχτήσουμε! Τί συμπεριφορά και τί τρόπους ζωής! Τί δρόμο! Τί ζήλο! Τί προσευχή! Τί ασφάλεια! Αυτά περιμένοντας, - λέγει - ας φροντίσουμε να βρεθούμε άσπιλοι και αμώμητοι ενώπιον του Θεού, σε ειρήνη. Για να καταξιωθούμε να ακούσουμε τη φωνή του όπου θα μας λέγη: Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
ε΄. Ο ίδιος Αββάς Θεόφιλος ο Αρχιεπίσκοπος, κατά τις τελευταίες του στιγμές, είπε: «Μακάριος είσαι, Αββά Αρσένιε, όπου πάντοτε αναθυμόσουν αυτή την ώρα».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)