Της Αμμάς Θεοδώρας
α΄. Ζήτησε η Αμμάς Θεοδώρα από τον πάπα Θεόφι λο να της πή το νόημα του αποστολικού ρητού «εξαγορα ζόμενοι τον καιρόν». Και της λέγει: «Η κάθε λέξη οπού ταιριάζει, φανερώνει το κέρδος. Λόγου χάρη: Περνάς καιρό ύβρεως; Αγόρασε με την ταπεινοφροσύνη και τη μακροθυμία τον καιρό της ύβρεως και εξασφάλισε το κέρδος για τον εαυτό σου. Καιρό περιφρονήσεως περνάς; Με την ανεξικακία αγόρασε τον καιρό και βγάλε κέρδος. Ψευδο κατηγορία αν σου λάχη, κέρδισε με την υπομονή και την ελπίδα. Και όλα τα αντίξοα, αν θέλουμε, αποβαίνουν σε κέρδος μας».
β'. Είπε η Αμμάς Θεοδώρα: «Ας αγωνιζόμαστε να εισέλθουμε από τη στενή πύλη. Όπως τα δένδρα, αν δεν τα συναπαντήσουν κακοκαιρίες και βροχές, δεν μπο ρούν να καρποφορήσουν, έτσι και εμείς. Αυτή εδώ η ζωή εί ναι περίοδος κακοκαιρίας. Χωρίς πολλές θλίψεις και πει ρασμούς, δεν θα μπορέσουμε να γίνουμε κληρονόμοι της βα σιλείας των ουρανών».
γ΄. Είπε πάλι: «Είναι καλό πράγμα ο ησύχιος βίος. 0 φρόνιμος άνθρωπος ζή ησύχια. Γιατί, πράγματι, έτσι ταιριάζει σε ασκήτρια ή μοναχό. Και προ παντός, στους νέ ους. Ας γνωρίζεις όμως, ότι, αν τινάς βάλη σκοπό του να ακολουθήση τον ησύχιο βίο, ευθύς ο πονηρός έρχεται και βα ραίνει την ψυχή με ακηδίες, με ολιγοψυχίες, με λογισμούς. Και βαραίνει και το σώμα με ασθένειες, με ατονία, με λύσι μο των γονάτων και όλων των μελών και παραλύει τη δύ ναμη της ψυχής και του σώματος. Έτσι, ασθενώ και δεν μπορώ να κάμω την προσευχή μου. Αλλά αν έχουμε τον νου μας, όλα αυτά διασκορπίζονται. Υπήρχε κάποιος μο ναχός. Και κάθε φορά οπού ήταν να κάμη την προσευχή του, τον έπιανε ρίγος και πυρετός και του πονούσε το κεφά λι. Και έτσι έλεγε μέσα του, ότι, νά, είμαι άρρωστος και κοντεύω να πεθάνω. Ας σηκωθώ λοιπόν πριν πεθάνω και ας κάμω προσευχή. Μ’ αυτόν λοιπόν τον λογισμό, βίαζε τον εαυτό του και έκανε την προσευχή. Και μόλις τελείωνε η προσευχή, τελείωνε και ο πυρετός. Και πάλι, μ’ αυτόν τον λογισμό, ο αδελφός αντιστάθηκε και έκαμε την προσευχή και νίκησε τον πονηρό».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)