Η σταχομαζώχτρα
Καθώς ο όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος και η συνοδεία του θέριζαν στο χωράφι κάποιου κτηματία, είδαν μια χήρα σταχομαζώχτρα που ακολουθούσε και έκλαιε ασταμάτητα. Φώναξε τότε ο όσιος τον κύριο του χωραφιού και τον ρώτησε:
-Τί έχει αυτή η κυριούλα και διαρκώς κλαίει;
Κι εκείνος του είπε:
-Κάποιος είχε εμπιστευθή στον άνδρα της ένα μεγάλο ποσό χρημάτων. Πέθανε όμως ξαφνικά και δεν φανέρωσε πού το είχε κρύψει. Απειλεί γι’ αυτό ο κύριος του ποσού να πάρη δούλους του και την ίδια και τα παιδιά της.
Ο άγιος τότε του παραγγέλλει:
-Να της πης να έρθη να μας συναντήση, όταν σταματήσουμε για τη μεσημβρινή ανάπαυσι.
Όταν η χήρα ήρθε, της λέει ο όσιος:
-Γιατί κλαις έτσι ασταμάτητα;
-Γιατί κάποιος εμπιστεύθηκε στον άνδρα μου χρήματα. Πέθανε όμως και δεν μας είπε πού τα έχει κρύψει.
-Πάμε να μας δείξης πού έθαψες τον άνδρα σου.
Ο όσιος πήρε τους αδελφούς και την ακολούθησε. Όταν έφθασαν στον τάφο, της είπε να φύγη. Προσευχήθηκε μετά θερμά στον Θεό και φώναξε στον νεκρό:
-Πού έβαλες τα χρήματα που σου εμπιστεύθηκαν;
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
-Μέσα στο σπίτι μου είναι κρυμμένα. Κάτω από το πόδι του κρεββατιού.
Του λέει τότε ο όσιος:
-Κοιμήσου πάλι μέχρι την ώρα της αναπαύσεως.
Έκπληκτοι οι αδελφοί, έπεσαν στα πόδια του και τον προσκύνησαν. Αυτός όμως τους είπε:
-Δεν έγινε από μένα αυτό! Εγώ δεν είμαι τίποτε. Ο Θεός έκανε το θαύμα για τη χήρα και τα ορφανά. Ο Θεός θέλει να μην αμαρτάνουμε, και ό,τι του ζητούμε μας το χαρίζει.
Έτσι η χήρα έμαθε πού βρίσκονταν τα χρήματα και γλύτωσε τον εαυτό της και τα παιδιά της από τη δουλεία.
(Γεροντικόν)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 112-113)