(αποσπάσματα από την Εκκλησιαστική Ιστορία B. Στεφανίδη)
Η θεία ευχαριστία,η οποία προηγουμένως ετελείτο την εσπέραν της Κυριακής μετά των κοινών εστιάσεων, εχωρίσθη αυτών και μετετέθη είς την πρωίαν της ιδίας ημέρας, συνδεθείσαν μετά της πρωινής θείας λατρείας. Τούτο προήλθεν εκ των επομένων τριών αιτιών.
Κατά τας κοινάς εστιάσεις ενωρίς είχον εισχωρήσει άτοπα. «’Έκαστος το ίδιον δείπνον προλαμβάνει εν τω φαγείν και ός μέν πεινά,ός δε μεθύει».(Α΄ πρός Κορινθίους,11,21).Τα άτοπα ταύτα επολεμήθησαν μέν υπό του Αποστόλου Παύλου, αλλ΄ ίσως δεν εξέλιπον, ή ανεφάνησαν πάλιν. Σχετικήν μαρτυρίαν δεν έχομεν.
Έπειτα η αύξησις των χριστιανών εκάστης κοινόνητος επέφερε κατάτμησιν των κοινών εστιάσεων εις πολλάς τοιαύτας εν διαφόροις οικήμασιν,εθεωρήθη δε καλόν να επέλθη αντίδρασις κατά της αναλόγου κατατμήσεως της τελέσεως της θείας ευχαριστίας. Η αντίδρασις παρουσιάσθη ήδη εν τη Α΄ επιστολή του Ρώμης Κλήμεντος και εν ταίς επιστολαίς του Ιγνατίου, εξηκολούθησε δέ και μετά ταύτα, καταλήξασα είς την μετάθεσιν. Η μετάθεσις της θείας ευχαριστίας είς την πρωίαν της Κυριακής δεν έσωσεν αυτήν της κατατμήσεως (Μαρτύριον Ιουστίνου,περί το 166,κεφ. III. 58 κανών Λαοδικείας,μέσα δ΄ εκ/ρίδος.
Τελευταίον αίτιον της μεταθέσεως η κατ΄ απομίμησιν της εβραϊκής συναγωγής προηγηθείσα μετάθεσις της προσευχής και του κηρύγματος από της εσπέρας είς την πρωίαν της Κυριακής είλξε και την θείαν ευχαριστίαν.
Η θεία ευχαριστία κεχωρισμένη των κοινών εστιάσεων απαντά παρ΄ Ιουστίνω (περί το 150) και Κλήμεντι τω Αλεξανδρεί (150-200).
Μετά τήν απόσπασιν της θείας ευχαριστίας, η κοινή εστίαση διετήρησεν ομοίωμα της θείας ευχαριστίας, ήτοι κλάσιν άρτου και ευλογίαν ποτηρίου, χωρίς βεβαίως να θεωρώνται ώς θεία ευχαριστία. Η κοινή εστίασις ετελείτο την εσπέρα τής Κυριακής εν τω ναώ ή εν ιδιωτική οικία, προίστατο δέ αυτής ο επίσκοπος ή άλλος τις κληρικός. Ούτος ελάμβανεν είς χείρας ολόκληρον τόν άρτον, έλεγεν επ΄ αυτού ευχήν, έκοπτεν αυτόν και διένεμεν είς τούς συνδαιτυμόνας. Ωνομάζετο «ευλογία».Έκαστος πρό αυτού είχε ποτήριον οίνου, επί του οποίου έκαστος έλεγεν ευχήν. Αμφότεραι αι πράξεις αύται ετελούντο αλλού μέν πρό του δείπνου, αλλά δέ μετ΄ αυτό.
Όπως πρό των μέσων της β΄ εκ/ρίδος απεσπάσθη η θεία ευχαριστία και απετέλεσεν ιδιαιτέραν τελετήν, ούτω μετά την ζ΄ εκ/ρίδα απεσπάσθη της κοινής εστιάσεως και το ομοίωμα της θείας ευχαριστίας, και απετέλεσε επίσης ιδιαίτερη τελετή. Αυτή, διατηρήσασα μέχρι σήμερον τον αρχαϊκό τρόπο της τελέσεως της θειας ευχαριστίας, διετήρησε και το αρχαϊκόν όνομα αυτής, «κλάσις του άρτου» («αρτοκλασία»). Έπαυσεν η διανομή του οίνου, η δέ εν τω ναώ κοινή εστίασης περιορίσθη είς την υφ΄ εκάστου κατανάλωσιν του τεμαχίου του άρτου. Είς την παρατιθεμένην μικράν πλέον ποσότητα του οίνου προσετέθη βραδύτερον παράθεσις αναλόγου ποσότητος ελαίου και σίτου. Ταύτα δέν υπάρχουσιν είς τα αρχαιότερα ευχολόγια (ίδε Ευχολόγιον,εκδ. Goar).
O Ιουστίνος περιγράφει τήν τέλεσιν τής πρωινής λατρείας της Κυριακής.
«Τή ηλίου ημέρα πάντων κατά πόλεις η αγρούς μενόντων επί το αυτό συνέλευσις γίνεται,και τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών αναγινώσκεται,μέχρις εγχωρεί.Είτα παυσαμένου του αναγινώσκοντος ο προεστώς διά λόγου τήν νουθεσίαν και πρόκλησιν τής των καλών τολυτων μιμήσεως ποιείται.Έπειτα ανιστάμεθα κοινή πάντες και ευχάς πέμπομεν και ώς προέφημεν,παυσαμένων ημών της ευχής,άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ και ο προεστώς ευχάς ομοίως και ευχαριστίας,όση δύναμις αυτώ,αναπέμπει,και ο λαός επευφημεί λέγων το αμήν,και η διάδοσις και η μετάληψις από των ευχαριστηθέντων εκάστω γίνεται,και τοίς ού παρούσι διά των διακόνων πέμπεται» (Απολογία Α΄,67,3-5).
Έν ταίς ιουδαικαίς συναγωγαίς υπήρχε διπλούν ανάγνωσμα,εκ του νόμου και εκ των προφητών, παρά τοίς χριστιανοίς εισήχθη επίσης διπλούν ανάγνωσμα, εκ των προφητών και των «απομνημονευμάτων των αποστόλων», ήτοι των ευαγγελίων (αυτ. 66,3). Κατ΄ αρχάς ώς γενική τάσις υπήρχεν η αύξησις του αριθμού των αναγνωσμάτων. Αί Αποστολικαί Διαταγαί, ομιλούσαι περί της λειτουργίας κατά τήν χειροτονίαν του επισκόπου, αναφέρουσι πέντε αναγνώσματα, «ανάγνωσιν του Νόμου και των Προφητών,τών τε Επιστολών και των Πράξεων και των Ευαγγελίων» (8,5,11 πρβλ. 2,57,5 και εξής). Αι Αποστολικαί Διαταγαί, εγράφησαν μέν εν Συρία τέλη της δ΄ εκ/ρίδος, περιέχουσιν όμως αρχαιότερον υλικόν, εν τοίς έξ μέν πρώτοις βιβλίοις πολλαχού .όπου συμπίπτουσι με την Αποστολικήν Διδασκαλίαν, γραφείσαν την γ΄ εκ/ρίδα, εν τοίς επιλοίποις δε βιβλίοις ενιαχού,όπυ υπάρχει άλλη εξωτερική ένδειξις.
Έπειτα εκράτησε τάσις ελαττώσεως των αναγνωσμάτων και των εκ της Καινής Διαθήκης αλλά κυρίως των εκ της Παλαιάς Διαθήκης. Η λειτουργία της Κωνσταντινουπόλεως, ώς φαίνεται εκ πολλών χωρίων Ιωάννου του Χρυσοστόμου (προερχομένου εκ Συρίας,τέλη της δ΄ εκ/ρίδος),και η της Ρώμης, ώς φαίνεται εκ τινός χειρογράφου περικοπών (της γερμανικής Βυρτζβούργης), είχον ένα ανάγνωσμα εκ τής Παλαιάς Διαθήκης και δύο εκ της Καινής Διαθήκης. Ταύτα διετηρήθησαν μέχρι της ζ εκ/ρίδος. Αργότερα εγκατελείφθη ολοτελώς το εκ της Παλαιάς Διαθηκης ανάγνωσμα.
Ότε εισήχθη η επ΄ εκκλησίας ανάγνωσις βιβλίων της Αγίας Γραφής, κατ΄ αρχάς εγίνετο κατ΄ ελευθέραν εκλογήν του αναγινώσκοντος, αλλ΄ έπειτα περιορίσθη η ελευθερία, ο καθορισμός τής σχετικής περικοπής εξηρτάτο εκτάκτως ή τακτικώς εκ τής γνώμης του επισκόπου, ήρχισε δέ και η συνήθεια να αναγινώσκωσιν ωρισμένα βιβλία τής Αγίας Γραφής κατά συνέχειαν (ή μία περικοπή συνέχεια της άλλης) και μάλιστα τακτικώς εις ωρισμένας εποχάς του έτους.
Ούτω, την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν ανεγινώσκετο ή Γένεσις, τήν Μεγάλην Εβδομάδα, ο Ιώβ, την Μεγάλην Πέμπτην ή Μεγ.Παρασκευήν, ο Ιωνάς (Αμβροσίου,Επιστολή πρός Μάρκελλον,20,25.W. Caspari,εν Ηerzog-Hauck,Realencyklopadie,15,135,στίχος 23 κ.εξ), μεταξύ του Πάσχα και της Πεντηκοστής, το Ευαγγέλιον του Ιωάννου και αί Πράξεις τών Αποστόλων.
Οί χριστιανοί ανέπεμπον χριστιανικούς ύμνους, οι οποίοι επολλαπλασιάσθησανκατά την εποχή ταύτην. Έξ αυτής έχομεν την αρχαιοτέραν μαρτυρίαν περί ύμνων, αναφερομένων είς τους μάρτυρας («Cantatur et exitus martyrum»,Τερτυλλιανού,Scorpiace,7).
Eκ διαφόρων πληροφοριών εξάγεται, ότι το εκκλησιαστικόν άσμα ήτο απλούν, μη διαφέρον πολύ του τρόπου,διά του οποίου σήμερον ψαλμωδούνται αί ευχαί (πχ. Αί του ευχελαίου) και τα αναγνώσματα (ο εξάψαλμος, ο απόστολος και το ευαγγέλιον, λεγόμενα υπό των ιερέων),τα οποία τότε απλώς ανεγινώσκοντο.
Απαντώσι δύο είδη «αντιφωνίας».
Κατά το πρώτον είδος, ένας έψαλλεν, οι δε λοιποί (ο χορός ή η κοινότης) έψαλλον τα ακροστίχια ή ακροτελεύτια, ήτοι τας τελευταίας λέξεις. Ο τρόπος ούτος ήτο συνήθης παρά τοίς Ιουδαίοις, εισήχθη δέ και παρά τοίς χριστιανοίς, ονομαζόμενος «υποψάλλειν», «υπηχείν» και «υπακούειν».
Κατά το δεύτερον είδος (την κυρίως «αντιφωνίαν»),ο ψάλτης και ο χορός (ή η κοινότης) ή δύο χοροί, ή τα δύο τμήματα του χορού έψαλλον εναλλάξ. Ο τρόπος ούτος ήτο επίσης γνωστός είς τους Ιουδαίους (Α΄ Παραλειπομένων,6,31 κ.εξ.). Η γνώμη, ότι την αντιφωνίαν ταύτην εισήγαγεν είς τους χριστιανούς ήδη ο Αντιοχείας Ιγνάτιος (+ περι το 112. Σωκράτους,Εκκλ. Ιστορία,6,8,11), δεν είναι ορθή. Δύναται τις ίσως να δεχθή, ότι ο Ιγνάτιος εισήγαγε το «υποψάλλειν». Η αντιφωνία δεν εισήχθη κατά την εποχήν ταύτην. Πουθενά δεν συναντιέται σε χρήση πριν τα μέσα της δ εκ/ρίδος. Οι Αποστολικές Διαταγές, γραφείσαι τέλη της εκ/ρίδος ταύτης, γνωρίζουν μόνο το «υποψάλλειν» (2,57,6 πρβλ. Και 15 κανόνα Λαοδικείας, περί το 360). Κατά τον Μοψουεστίας Θεόδωρον,(+ 428),δύο Αντιοχείς μοναχοί, ο Φλαβιανός (ο μετά ταύτα Αντιοχείας υπό τον οποίον Ιωάννης ο Χρυσόστομος διετέλεσε πρεσβύτερος) και ο Διόδωρος (ο μετά ταύτα Ταρσού,διδάσκαλος του Μοψουεστίας και του Χρυσοστόμου), εισήγαγον την αντιφωνίαν εκ της χρησιμοποιούσης την συριακήν γλώσσαν συριακής Εκκλησίας εις την χρησιμοποιούσαν την ελληνικήν γλώσσαν συριακήν Εκκλησίαν (περί το 360.Νικήτα Χωνιάτου,ιβ΄ εκ/ρίδος,Θησαυρός ορθοδόξου πίστεως,5,30 πρβλ.Θεοδωρήτου,Εκκλ΄.Ιστορίαν,2,24,,8 κ.εξ. Σωζομένου,Εκκλ. Ίστορίαν,3,20,10. Φιλοστοργίου,Εκκλ. Ιστορίαν,3,13).
H αντιφωνία εισήχθη είς την Καισάρειαν υπό του Μεγάλου Βασιλείου (+378,Επιστολή 207,πρός τους κληρικούς της Νεοκαισαρείας, όπου ο γράφων δικαιολογείται και δια τούτο), εις τα Ιεροσόλυμα εισήχθη κατά την ιδίαν εποχήν (Peregrinatio Aetheriae,24,1,γραφείσα περί το 380), εις το Μεδιόλανον (=Μιλάνο) εισήχθη υπό του Αμβροσίου (περί το 380. Αυγουστίνου,Εξομολογήσεις,9,7), εις την Κωνσταντινούπολιν εισήχθη πρώτον μεν υπό των Αρειανών, πρός καταπολέμησιν δέ αυτών υπό του Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Σωκράτους,Εκκλ. Ιστορία,6,8. Σωζομένου,Εκκλ. Ιστορία,8,8).
Εφ΄ όσον η θεία ευχαριστία συνεδέετο μετά των κοινών εστιάσεων, οι χριστιανοί εκάθηντο περί τάς τραπέζας (κατά γής;), ο δέ ηγιασμένος άρτος («σώμα Χριστού») εκόπτετο και διενέμετο είς αυτούς, τα δέ τεμάχια ήσαν ακόμη σχετικώς μεγάλα, όχι όμως πλέον ως τα της σημερινής αρτοκλασίας, η οποία ιδρύθη ώς ομοίωμα της αρχαιοτάτης θείας ευχαριστίας.
Οι τόποι των θρησκευτικών συναθροίσεων, άρα, εν πολλοίς διέφερον των σημερινών. Μετά την απόσπασιν της θείας ευχαριστίας από των κοινών εστιάσεων, οι χριστιανοί δεν εκάθηντο πλέον πέριξ τραπεζών, τα δε μέλλοντα να διανεμηθώσι τεμάχια του ηγιασμένου άρτου δέν μετεφέροντο πρός τους χριστιανούς , αλλ΄ οι χριστιανοί ήρχοντο πρός αυτά. Είς εκάστην τέλεσιν της θείας ευχαριστίας όλοι οι παρόντες χριστιανοί προσήρχοντο πρό του ιερουργούντος πρεσβυτέρου, ίνα λάβωσι τα υλικά αυτής, τα οποία βαθμηδόν ακόμη περισσότερον ωλιγόστευσαν. Λαβίς δεν υπήρχεν ακόμη.
Ο πρεσβύτερος προσέφερε τον άρτον είς την δεξιάν παλάμην αυτών, τεθειμένην επί της αριστεράς, ο δέ διάκονος προσέφερε τον οίνον διά του αγίου ποτηρίου (Μαρτύριον Περπετούης, κεφ.4. Κυρίλλου Ιεροσολύμων,Κατήχησις,18,21. Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολή 93,πρός την Καισαρίαν. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία είς τα Χριστούγεννα,7. Άμβρόσιος Μεδιολάνων,εν Θεοδωρήτου, Εκκλ. Ιστορία,5,18. Αυγουστίνου,Contra litteras Petilani Donatistae,2,25. Tρούλλου κανών 101).
Είς τους απόντας η θεία ευχαριστία εστέλλετο διά των διακόνων υπό την μορφήν μόνον τεμαχίου καθηγιασμένου άρτου, ή υπό την μορφήν τοιούτου τεμαχίου, αλλ΄ επί του οποίου είχεν επισταχθή καθηγιασμένος οίνος……
….Εν τοίς κοιμητηρίοις τον πέριξ του τάφου εκάστου μάρτυρος χώρον περιέβαλλον και εστέγαζον δι΄ οικοδομής, η οποία κατά τάς τρείς αυτής πλευράς είχεν αψίδας. Αι οικοδομαί αύται ωνομάσθησαν Μαρτύρια, έκαστον δέ αυτών έφερε το όνομα του οικείου μάρτυρος (Μαρτύριον του τάδε μάρτυρος).
Εκεί επί του τάφου του μάρτυρος ετελείτο η θεία ευχαριστία κατά τάς μνήμας μαρτύρων και καθ΄ οιανδήποτε άλλην περίστασιν.
Εκ των Μαρτυρίων τούτων προέκυψε γενετικώς ο θεμελιώδης τύπος των χριστιανικών ναών (C.M. Kaufmann,Handbuck der christl.Archaologie, 1905,σελ.147 και εξής). Εντεύθεν εξηγούνται τρία τινά.
Πρώτον ,η συνήθεια, υπό την αγίαν τράπεζαν να τίθενται λείψανα μαρτύρων (επέκρατησε μέσα της δ εκ/ρίδος), πρώτος δέ ο Αλεξανδρείας Κύριλλος (+444) πρός τοιαύτην χρήσιν ηρκέσθη είς λείψανα αγίου, αλλά μη μάρτυρος (Φωτίου,Αμφιλόχια,εκδ. Αθηνών,σελ 187,περί ενθρονισμού).
Δεύτερον, οτι έκαστος ναός φέρει το όνομα μάρτυρος ή αγίου.
Κατ΄ αρχάς βεβαίως έφερε το όνομα εκείνου, του οποίου τα οστά ευρίσκοντο υπό την αγίαν τράπεζαν, αλλ΄ έπειτα το όνομα του ναού κατέστη ανεξάρτητον τούτου.
Τρίτον, ότι οι ναοί εχρησιμοποιούντο ως τόποι ταφής.
Ο μέγας Θεοδόσιος απηγόρευσε την ταφήν εν τοίς Μαρτυρίοις (30 Ιουλ.381. Κοdex Theodosianus,ΙΧ.17,6),αλλ΄ άνευ αποτελέσματος.
Όπως οι εθνικοί και οι Ιουδαίοι, ούτω και οι χριστιανοί κατά τάς μεγάλας εορτάς ετέλουν αφ΄ εσπέρας αγρυπνίας και παννυχίδας. Αρχαιoτέρα είναι η του πάσχα, μεταγενεστέρα η της παραμονής των Επιφανίων. Όμοιαι εγίνοντο και κατά τάς μνήμας των μαρτύρων είς τα Μαρτύρια των κοιμητηρίων. Αί παννυχίδες ανεπτύχθησαν κατά την επομένην εποχήν, γινόμεναι πολλάκις εν ενί και μόνω ναώ (ωνομάζετο «σύναξις») και παρατεινόμεναι μέχρι της πρωίας («της ημέρας υπολαμπούσης» Μ. Βασίλειος,Μigne,32,764).
(Εκκλησιαστική Ιστορία Στεφανίδου,σελ.101-105 & 121, οι υπογραμμίσεις δικές μας)