Ο ΑΒΒΑΣ Μωυσής κάποτε αποφάσισε να κατοικήσει σε μια απρόσιτη σπηλιά, στην ρίζα μιας απότομης προεξοχής του βουνού. Ανέβαινε και συλλογιζόταν:
- Καλά όλα τ’ αλλά, μα που θα βρίσκω νερό σ’ αυτόν τον ξερότοπο; Το ’λεγε και το ξανάλεγε κι άρχισε να κλονίζεται. Τότε άκουσε φωνή να του λέει:
- Προχώρει αμέριμνος και άφησε αυτή την φροντίδα σε μένα. Πήρε θάρρος κι έκανε κατοικία του το σπήλαιο. Ύστερα από λίγο καιρό πήγαν να τον δούν δυο συνασκητές του από την σκήτη. Δεν του βρισκόταν παρά ένα μικρό σταμνί νερό, που το ξόδεψε να βράσει λίγες φακές για να τους φιλοξενήσει. Άρχισε τότε να στενοχωριέται και με φανερή αδημονία έμπαινε κι έβγαινε στο σπήλαιο και παρακαλούσε τον Θεό για νερό. Ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενε κανείς, ένα σύννεφο παρασυρμένο από τον άνεμο πήγε και στάθηκε πάνω από την σπηλιά κι έριξε τόση βροχή, όση χρειάστηκε να γεμίσει όλα του τα σταμνιά ο Μωυσής.
Οι Γέροντες, που δεν τους διέφυγε η αδημονία του, τον ρώτησαν ύστερα από το φαγητό:
- Τί είχες πάθει το πρωί και πηγαινοερχόσουν με τόση ανησυχία;
- Έκανα δικαστήριο με τον Θεό, αποκρίθηκε με άφελότητα ο ΑιΘίοπας. Του υπενθύμιζα πως είχε αναλάβει την φροντίδα μου και έπρεπε οπωσδήποτε να μου βρει νερό να πιουν οι δούλοι Του. Και να που ο αγαθός Δεσπότης αναγκάστηκε να στείλει.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.117-118)