Κάποιος αρχάριος μοναχός από τη Θηβαΐδα, χωρίς να συμβουλευτή κανένα, έκανε υπερβολικές ασκήσεις. Γρήγορα όμως κυριεύτηκε από λογισμούς υπερηφανείας, όπως συνήθως συμβαίνει.
-Έφτασες σε μεγάλα μέτρα, του ψιθύρισε ο διάβολος, που κανένας δεν μπορεί να φτάση τόσο σύντομα! Σου αξίζει να πάρης το χάρισμα των θαυμάτων, για να δοξάζεται εξ αιτίας σου ο ουράνιος Πατήρ.
Παρακαλούσε λοιπόν στην προσευχή του τον Θεό να του δώση αυτό το χάρισμα. Μια μέρα σκέφτηκε να συμβουλευτή ένα γείτονά του αναχωρητή, διακριτικό και ενάρετο. Ήταν οικονομία Θεού, για να μη χάση τους κόπους του! Του φανέρωσε τις σκέψεις του και την προσευχή που έκανε, για να τον αξιώση ο Θεός να κάνη θαύματα. Ύστερα τον παρακάλεσε να τον συμβουλέψη. Ο γέροντας τον άκουγε συλλογισμένος. Κατάλαβε ευθύς την αρρώστια, από την οποία έπασχε η ψυχή του αδελφού, αλλά σώπαινε. Εκείνος πάλι εξακολουθούσε να τον παρακαλή να του πη τη γνώμη του και να του δώση μια καλή συμβουλή. Αφού έμεινε πολλή ώρα σιωπηλός ο γέροντας, τέλος αποφάσισε να μιλήση:
-Διστάζω, παιδί μου, να σε συμβουλέψω, γιατί είμαι βέβαιος πως δεν θα μ’ ακούσης.
Ο αδελφός έδωσε υπόσχεση πως θα έκανε ό,τι του έλεγε ο γέροντας, σαν να το έλεγε ο ίδιος ο Θεός.
-Πάρε αυτά τα νομίσματα, του είπε εκείνος και του έδωσε λίγα χρήματα που είχε από το εργόχειρο του. Κατέβα στην πόλη και αγόρασε δέκα λίτρες κρέας, δέκα ψωμιά και δέκα λίτρες κρασί.
Ο αδελφός απόρησε. Τί τα ήθελε όλα αυτά ο αναχωρητής; Μα δεν μπορούσε να αρνηθή, γιατί είχε δώσει υπόσχεση να τον υπακούση. Έφυγε στενοχωρημένος. Πώς να πήγαινε, μοναχός αυτός, ν’ αγοράση κρασί και κρέας; Τί θα έλεγαν εις βάρος του οι άνθρωποι;
Με πολλή ντροπή έκανε τα παράδοξα ψώνια και τα πήγε στον αναχωρητή.
-Μου έδωσες υπόσχεση, του θύμησε εκείνος, πως θα κάνης ό,τι σου πω.
Ο νέος είχε ήδη μετανοήσει για την υπόσχεση, μα τώρα πια δεν μπορούσε να κάνη αλλιώς.
-Πάρε αυτά τα τρόφιμα στο κελλί σου, τον πρόσταξε ο γέροντας, και τρώγε κάθε μέρα ένα ψωμί, μια λίτρα κρέας, και πίνε άλλη μια λίτρα κρασί. Όταν τελειώσουν, έλα πάλι να με δης.
Απαρηγόρητος ο αδελφός γύρισε στο κελλί του….
΄Υστερα από τόση νηστεία, να καταντήση να τρώη κρέας και να πίνη κρασί; « Γιατί μου το κάνει αυτό ο γέροντας;» συλλογιζόταν. Του ερχόταν η επιθυμία να παρακούση, αλλά τον συγκρατούσε η υπόσχεση που είχε δώσει, χωρίς να τον βιάση κανείς. Όταν έφτανε η ώρα να φάη, έβρεχε το ψωμί του με τα δάκρυα του. Έλεγε τον εαυτό του άθλιο και αμαρτωλό, και θεωρούσε όλα αυτά εγκατάλειψη Θεού! Βλέποντας ο Θεός την ταπείνωση του, τον φώτισε να καταλάβη από πού του ήρθε η τιμωρία. Ύστερα από δέκα μέρες πήγε πολύ συντετριμμένος στον άγιο γέροντα. Απόρησε εκείνος, όταν τον είδε χλωμό κι αδύνατο, παρ’ όλη την καλοφαγία.
-Παιδί μου, του είπε με πολλή καλωσύνη, ευχαρίστησε τον φιλάνθρωπο Θεό, που δεν άφησε το πνεύμα της υπερηφανείας να σε κυριέψη και να σε οδηγήση στην καταστροφή. Ο διάβολος έχει αυτό το τέχνασμα πρόχειρο. Όταν δεν κατορθώση να ρίξη τον αγωνιστή σε αμέλεια και οκνηρία, τον ρίχνει σε υπερβολές για να τον παραδώση ύστερα αιχμάλωτο στην υπερηφάνεια. Και τώρα θα σου φανερώσω τί είδα, όταν πρωτοήρθες εδώ. Δύο δαίμονες με μορφή πιθήκων σε ακολουθούσαν και καθένας προσπαθούσε να σε τραβήξη με το μέρος του. Ήταν τα πνεύματα της κενοδοξίας και της υπερηφανείας. Τώρα έχουν εξαφανιστή. Αντί λοιπόν να ζητάς από τον Θεό να κάνης θαύματα, που δεν είναι τόσο σημαντικό, να Τον ευχαριστής που σε απάλλαξε από τις παγίδες του διαβόλου. Αυτό είναι το μεγαλύτερο και ωφελιμότερο θαύμα.
Ο αδελφός ευχαρίστησε τον γέροντα για τις σοφές του συμβουλές και γύρισε στο κελλί του διορθωμένος.
( Γεροντικόν )
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.222-225 )