δ΄. Έλεγε πάλι η ίδια Αμμάς θεοδώρα, ότι κάποτε ένας ευσεβής άνθρωπος υβριζόταν από κάποιον. Και λέγει μέσα του: «Μπορούσα και εγώ να σου μιλήσω με την ίδια γλώσσα. Αλλά η εντολή του Θεού μού κλείνει το στόμα». Έλεγε δε και τούτο, ότι ένας χριστιανός, μιλώντας με κάποιον Μανιχαίο για το σώμα, είπε έτσι: «Δός τον νόμο στο σώμα και θα δής το σώμα στον δημιουργό του».
ε΄. Είπε πάλι η ίδια ότι ο διδάσκαλος οφείλει να είναι ξένος στη φιλαρχία και μακριά από την κενοδοξία και την υπερηφάνεια. Να μη είναι παίγνιο της κολακείας, να μη τον θαμπώνουν δώρα, να μη τον νικά η κοιλιοδουλεία, να μη τον κυριεύη η οργή. Αλλά να είναι μακρόθυμος, επιεικής και πολύ ταπεινόφρων. Να είναι λογικός και ανεκτικός. Να έχη φροντίδα και αγάπη για την ψυχή.
στ'. Έλεγε πάλι η ίδια, ότι δεν σώζει η άσκηση ούτε η αγρυπνία ούτε ο κάθε κόπος, αλλά η γνησία ταπεινοφροσύνη. Υπήρχε κάποιος αναχωρητής, οπού έδιωχνε δαίμονες. Και τους ρωτούσε: «Με τί φεύγετε; Με τη νηστεία;». Και του έλεγαν: «Εμείς ούτε τρώμε ούτε πίνουμε». Τους ρωτούσε: «Με την αγρυπνία;». Και απαντούσαν: «Εμείς δεν κοιμόμαστε». «Με την αναχώρηση;». Και έλεγαν: «Εμείς στις ερήμους περνάμε τον καιρό μας». «Με τί λοιπόν φεύγετε;», τους ξαναρώτησε. Και του είπαν: «Μοναχά ένα μας νικά: Η ταπεινοφροσύνη». Βλέπεις ότι η ταπεινοφροσύνη είναι ο όλεθρος των δαιμόνων;
ζ΄. Είπε πάλι η Αμμάς θεοδώρα, ότι υπήρχε κάποιος μοναχός. Και επειδή είχε να κάνη με πλήθος πειρασμών, λέγει: «θα φύγω από εδώ». Καθώς, λοιπόν, φόρεσε τα σαντάλια του, βλέπει έναν άλλο άνθρωπο να φορά και αυτός τα δικά του και να του λέγη: «Δεν φεύγεις εξ’ αίτι ας μου; Λοιπόν, θα σε συνοδεύσω όπου και αν πάς».
Toυ Αββά Ιωάννη του Κολοβού
α΄. Διηγήθηκαν για τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, ότι έφυγε να πάη σ’ ένα Θηβαίο γέροντα, σε Σκήτη. Και έμενε στην έρημο. Πήρε, λοιπόν, ο Αββάς του ένα ξερό ξύλο, το φύτεψε και του είπε: «Κάθε μέρα να το ποτίζης με ένα λαγήνι νερό, έως ότου βγάλη καρπό». Ήταν δε το νερό μακριά απ’ αυτούς, έτσι οπού ξεκινώντας τινάς το βράδι, ερχόταν το πρωί. Μετά από τρία χρόνια λοιπόν, ανέλαβε ζωή και έβγαλε καρπό. Και παίρνοντας ο γέρων τον καρπό του, τον έφερε στη σύναξη και είπε στους αδελφούς: «Λάβετε, φάγετε καρπόν υπακοής».
β΄. Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, ότι είπε κάποτε στον μεγαλύτερο αδελφό του: «Θα ήθελα να είμαι αμέριμνος, όπως είναι αμέριμνοι οι Άγγελοι οπού δεν εργάζονται, αλλά αδιάλειπτα λατρεύουν τον Θεό». Και βγάζοντας το ιμάτιο, πήγε στην έρημο. Αφού δε πέρασε εκεί μια εβδομάδα, γύρισε στον αδελφό του. Και σαν χτύπησε την πόρτα, τον ρώτησε εκείνος από μέσα, πριν ανοίξη: «Ποιός είσαι;». Και αποκρίθηκε: «Ο Ιωάννης ο αδελφός σου». Και του λέγει εκείνος: «Ο Ιωάννης έχει γίνει Άγγελος και δεν είναι πια ανάμεσα στους ανθρώπους». Αυτός όμως τον παρακαλούσε, λέγοντας: «Εγώ είμαι». Αλλά δεν του άνοιξε και τον άφησε έως το πρωί να υποφέρη. Ύστερα δε, του άνοιξε και του λέγει: «Άνθρωπος είσαι, ανάγκη έχεις πάλι να εργάζεσαι για την τροφή σου». Και έβαλε μετάνοια, λέγοντας: «Συγχώρησέ με».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)