γ'. Είπε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός: «Αν θελήση ένας βασιλεύς να κυριεύση μια εχθρική πόλη, πρώτα της κρατά το νερό και τα τρόφιμα. Και έτσι οι εχθροί, κινδυνεύοντας να χαθούν από την πείνα, του υποτάσσονται. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πάθη της σαρκός. Αν ζή τινάς με νηστεία και πείνα, οι εχθροί χάνουν τη δύναμή τους στην ψυχή του».
δ'. Είπε πάλι: «Όποιος χορταίνει και κάνει συντροφιά με νέους, ήδη έχει αμαρτήσει σαρκικά στον λογισμό του».
ε ΄. Είπε πάλι: «Ανέβαινα κάποτε τον δρόμο της Σκήτης με την πλεξούδα και ο καμηλιέρης μιλούσε προκαλώντας μου οργή. Άφησα, λοιπόν, όλα τα πράγματά μου και έφυγα».
στ΄. Άλλοτε πάλι, κατά τον θερισμό, άκουσε έναν αδελφό να μιλά με οργή και να αποπαίρνει τον διπλανό του. Και αφήνοντας τον θερισμό, έφυγε.
ζ΄. Συνέβη κάποτε να τρώνε μαζί μερικοί γέροντες σε Σκήτη. Μαζί τους δε ήταν και ο Αββάς Ιωάννης. Και σηκώθηκε ένας πολύ σεβάσμιος πρεσβύτερος να δώση το κανάτι με το νερό. Και κανείς δεν τόλμησε να το πάρη από τα χέρια του, παρά μόνον ο Ιωάννης ο Κολοβός, θαύμασαν, λοιπόν, και του είπαν: «Πως συ, ο μικρότερος από όλους, τόλμησες να υπηρετηθής από τον πρεσβύτερο;». Και τους αποκρίνεται: «Όταν εγώ σηκώνωμαι για να προσφέρω το κανάτι, νοιώθω χαρά αν το πάρουν όλοι, για να έχω μισθό. Γι’ αυτό λοιπόν το δέχθηκα τώρα, για να του εξασφαλίσω μισθό. Μήπως λυπηθή οπού κανείς δεν το δέχθηκε απ’ αυτόν». Και σαν μίλησε έτσι, θαύμασαν και ωφελήθηκαν από τη διάκρισή του.
η΄. Ενώ καθόταν κάποτε μπροστά από την εκκλησία, τον τριγύρισαν οι αδελφοί και του εξέθεταν τους λογισμούς των. Βλέποντάς το αυτό ένας από τους γέροντες και κινημένος σε φθόνο, του λέγει: «Το κανάτι σου, Ιωάννη, είναι γεμάτο από φαρμάκι». Του λέγει ο Αββάς Ιωάννης: «Έτσι είναι, Αββά. Και αυτό το είπες, βλέποντας μόνο τα έξω. Αν έβλεπες και τα μέσα, τί θα έλεγες;».
θ΄. Έλεγαν οι πατέρες, ότι, ενώ έτρωγαν κάποτε οι αδελφοί σε τραπέζι αγάπης, γέλασε ένας αδελφός. Βλέποντάς τον δε ο Αββάς Ιωάννης, έκλαψε και είπε: «Τί τάχα έχει ο αδελφός αυτός στην καρδιά του, οπού γέλασε, ενώ θα έπρεπε μάλλον να κλάψη, τρώγοντας σε τραπέζι αγάπης;».
ι΄. Ήλθαν κάποτε μερικοί αδελφοί για να τον πειράξουν. Γιατί δεν άφηνε τον λογισμό του να περιπλανάται εδώ και εκεί ούτε μιλούσε για θέματα της παρούσης ζωής. Και του λέγουν: «Ευχαριστούμε τον Θεό, οπού έβρεξε εφέτος πολύ και ήπιαν οι φοινικιές και βγάζουν βλαστούς και βρίσκουν οι αδελφοί υλικό για το εργόχειρό τους». Τους λέγει ο Αββάς Ιωάννης: «Έτσι συμβαίνει με το Πνεύμα το Άγιο. Όταν κατεβή στις καρδιές των ανθρώπων, ανανεώνονται και ξαναβλασταίνουν μέσα στον φόβο του Θεού».
ια΄. Έλεγαν γι’ αυτόν, ότι κάποτε έπλεξε από μια σειρά φοινικόφυλλα οπού ήταν για δυο ζεμπίλια, ένα μονάχα, χωρίς να πάρη είδηση, ωσότου έφτασε κοντά στον τοίχο. Γιατί ο λογισμός του ήταν βυθισμένος στη θεωρία.
ιβ'. Είπε ο Αββάς Ιωάννης: «Μοιάζω με άνθρωπο οπού κάθεται κάτω από μεγάλο δένδρο και βλέπει να έρχωνται προς το μέρος του πολλά θηρία και φίδια. Και όταν δεν μπορή να τα αντιμετωπίση, σκαρφαλώνει γρήγορα στο δένδρο και γλιτώνει. Έτσι και εγώ. Κάθομαι στο κελλί μου και βλέπω τους αμαρτωλούς λογισμούς να μου επιτίθενται. Και όταν δεν μπορώ να τα βάλω μαζί τους, καταφεύγω στον Θεό με την προσευχή και γλιτώνω από τον εχθρό»•
ιγ΄. Είπε ο Αββάς Ποιμήν για τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό ότι παρακάλεσε τον Θεό και σηκώθηκαν τα πάθη απ’ αυτόν και έγινε αμέριμνος. Και πήγε σ’ ένα γέροντα και του είπε: «Βλέπω τον εαυτό μου να αναπαύεται και να μη έχη κανένα πόλεμο». Και του λέγει ο γέρων: «Πήγαινε, παρακάλεσε τον Θεό, να σου ξαναφέρη τον πόλεμο, καθώς και τη συντριβή και την ταπείνωση οπού είχες πρώτα. Γιατί μες από τους πολέμους προοδεύει η ψυχή». Παρακάλεσε λοιπόν. Και σαν ήλθε ο πόλεμος, ποτέ δεν ξαναζήτησε πλέον να απαλλαγή απ’ αυτόν. Αλλά έλεγε: «Δός μου, Κύριε, υπομονή στους πειρασμούς».
ιδ΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης, ότι κάποιος από τους γέροντες βρέθηκε σε έκσταση και είδε. Και ιδού, τρεις μοναχοί στέκονταν πέρα από τη θάλασσα. Και άκουσαν φωνή από το άλλο μέρος, οπού τους έλεγε: «Πάρετε φτερά πύρινα και ελάτε προς εμένα». Και οι μεν δυο πήραν και πέταξαν αντίπερα. Ο δε άλλος έμεινε. Και έκλαιγε πολύ και φώναζε. Ύστερα δε, δόθηκαν και σ’ αυτόν φτερά, όχι όμως πύρινα, αλλά ασθενικά και αδύναμα. Και με πολύ κόπο, άλλοτε βουλιάζοντας και άλλοτε βγαίνοντας επάνω, μόλις και κατάφερε να φθάση αντίπερα. Έτσι και η γενεά αυτή, αν και της δίνονται φτερά, όμως δεν είναι πύρινα. Μόλις ασθενικά και αδύναμα παίρνει.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)