τίποτε παρά πάνω
Τίποτε δεν προσφέρουμε εμείς, παρά μόνο γίναμε διάκονοι και υπηρετήσαμε όσα μας έδωσε ο Θεός. Γι’ αυτό ακριβώς δεν μίλησε (ο Παύλος) για «παροχή» ούτε για «χορηγία», αλλά για «διακονία».
Ε.Π.Ε. 19,234
όχι αυθέντες
Μη νομίζετε, ότι εμείς οι κληρικοί είμαστε οι κύριοι του έργου. Διάκονοι απλώς είμαστε. Εκείνος που είναι το παν και κάνει τα πάντα, είναι ο Θεός. Αυτός, που συμφιλίωσε όλο τον κόσμο με τον Μονογενή του Υιό.
Ε.Π.Ε. 19,310
αγάπης
Η φροντίδα για τους αγίους έχει όχι μόνο μικρά, αλλά και μεγάλα κέρδη. Μας κάνει μετόχους της αμοιβής, που είναι προωρισμένη γι’ αυτούς.
Ε.Π.Ε. 21,368
και οι επίσκοποι
Ήσαν πολλοί επίσκοποι σε μια πόλι; Ασφαλώς όχι. Αλλά τους πρεσβυτέρους καλούσε έτσι, δηλαδή, τους επισκόπους. Τότε τα ονόματα (πρεσβύτερος και επίσκοπος) είχαν την ίδια σημασία, και ο επίσκοπος λεγόταν και διάκονος.
Ε.Π.Ε. 21,370
των χριστιανών
Αν με τόση προθυμία υπηρετούμε τους αγίους, θα είμαστε μέτοχοι των αμοιβών τους. Αυτό είπε ακριβώς και ο Χριστός: «Φροντίστε να κάνετε για το καλό σας φίλους από τον άδικο πλούτο, για να σάς υποδεχτούν στις αιώνιες κατοικίες του παραδείσου».
Ε.Π.Ε. 21,370-372
στην επισκοπική ανάγκη
Ο αγορασμένος με χρήματα υπηρέτης, όταν εκτελέση το διατεταγμένο έργο, γίνεται στη συνέχεια κύριος του εαυτού του. Οι ασχολίες όμως του διακόνου του Ευαγγελίου απλώνονται παντού και του ζητάνε πολλά πέρα από τις δυνάμεις του. Αν δε έχη την ικανότητα να κηρύττη, πολύ τον κατηγορούν. Αν έχη ικανότητα να μιλάη, πάλι τον κατηγορούν ως ματαιόδοξο. Αν δεν ανασταίνη νεκρούς, λένε, πως δεν αξίζει καθόλου. Λένε: Ο τάδε είναι ευσεβής, αυτός όχι. Αν τρώη με μέτρο, πάλι τον κατηγορούν. Έπρεπε, λένε, να είχε πεθάνει. Αν τον δουν να λούζεται, πολλές οι κατηγορίες. Λένε: Πρέπει να μη βλέπη καθόλου τον ήλιο. Αν κάνη όσα και εγώ κάνω, δηλαδή, λούζεται, τρώη, πίνη, φοράη ρούχα, φροντίζη για το σπίτι και τους υπηρέτες, πάλι τον κατηγορούν. Λένε: Για ποιο λόγο να το έχω προϊστάμενό μου.
Ε.Π.Ε. 24,28
του λόγου
Μεγάλη είναι η ανάγκη της διακονίας του λόγου. Όχι βέβαια του οποιουδήποτε λόγου, αλλά του δόκιμου λόγου, του τέλειου λόγου· του λόγου, που δεν αφήνει περιθώρια σ’ όσους ψάχνουν για αφορμές.
Ε.Π.Ε. 24,80
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 40-42)