ΚΑΠΟΙΟΣ φιλομόναχος Χριστιανός επισκεπτόταν τακτικά τους Γέροντες στην έρημο, για να ωφελείται από την διδασκαλία τους. Κάποτε ανακάλυψε έναν πολύ γέρο και άρρωστο Ερημίτη. Τον λυπήθηκε και θέλησε να του αφήσει όσα χρήματα είχε μαζί του, για τις ανάγκες του.
- Κράτησέ τα, Αββά, του έλεγε παρακαλεστικά. Είσαι γέρος κι άρρωστος. Δεν μπορείς πια να εργάζεσαι.
- Εξήντα ολόκληρα χρόνια υποφέρω από τούτη την αρρώστια και με του Θεού την βοήθεια δεν μου έλειψε ποτέ τίποτε. Εκείνος που έχει την φροντίδα μου, αδιάκοπα μου στέλνει πάντα τα αναγκαία. Θέλεις λοιπόν τώρα εσύ, αδελφέ, να διώξεις τον Τροφέα μου; είπε ο γέροντας Ερημίτης και με κανένα τρόπο δεν δέχτηκε τα χρήματα.
ΕΓΩ είμαι δούλος, ομολογούσε προς δόξαν Θεού ο Αββάς Σιλουανός, και ο Κύριός μου με προστάζει:
- Εργάσου το έργο μου και εγώ σε διατρέφω. Το πώς, μη ερεύνα. Αν λοιπόν εργασθώ, τρώω από τον μισθό μου, δηλαδή από το έλεος του Θεού.
ΚΑΠΟΙΟΣ Χριστιανός σ’ ένα χωριό είχε ένα μικρό περιβολακι. Το καλλιεργούσε κι από ό,τι του απέδιδε, κρατούσε τόσα μόνο, όσα του χρειάζονταν να συντηρείται φτωχικά. Τα υπόλοιπα τα έδινε στους φτωχούς ελεημοσύνη. Μα κάποτε ο διάβολος, για να τον εμποδίσει από το καλό, άρχισε να σπέρνει ζιζανια στην ψυχή του. Του ψιθύριζε λοιπόν στον νου:
- Βάλε λίγα χρήματα στην άκρη για τα γεράματά σου. Μπορεί να σου έρθει και καμιά αρρώστια και να μην είσαι σε θέση να εργάζεσαι. Παρασύρθηκε ο άνθρωπος από τους λογισμούς του και περιόρισε σιγά-σιγά τις ελεημοσύνες του για να κάνει οικονομίες. Με τον καιρό γέμισε ένα μικρό κιούπι με χρυσά νομίσματα. Όταν το έθαψε ικανοποιημένος σ' ένα λάκκο του περιβολιού του, για να το έχει στα γεράματά του, του ήρθε ξαφνικά βαριά αρρώστια και σάπισε το πόδι του. Ξέθαψε έτσι το κιούπι πολύ γρήγορα για να ξοδεύει τις οικονομίες του σε γιατρούς και φάρμακα, χωρίς ωφέλεια όμως. Το πόδι χειροτέρευε κι οι γιατροί πήραν την απόφαση να το κόψουν.
Την παραμονή της ημέρας που ορίσθηκε η οδυνηρή εγχείρηση, πήρε κοντά στο κρεββάτι του ο κηπουρός το κιούπι του κι άρχισε να μετρά και να ξαναμετρά τα τελευταία υπολείμματα της οικονομίας του, που θα έδινε την επομένη στους γιατρούς, για να τον αφήσουν χωρίς πόδι. Είχε τώρα πικρά μετανοήσει που στήριξε πιο πολύ τις ελπίδες του στα χρυσά νομίσματα, παρά στον Κύριό του και Τον παρακαλούσε μ’ όλη του την ψυχή να τον συγχωρεσει. Καθώς προσευχόταν κι εκλαιγε, παρουσιάστηκε μπροστά του άγιος Άγγελος.
- Τα χρήματα που σύναξες, στερώντας τα από τους φτωχούς, σου χρησιμέυσαν σε τίποτα; τον ρώτησε με αυστηρή φωνή.
- Όχι, κύριέ μου. Αναγνωρίζω πως έσφαλα. Ω, αν τύχω συγγνώμης, δεν θα ξαναπεσω στο ίδιο σφάλμα. Μόνο η ελπίδα στον Θεό είναι σταθερή και βεβαία, φώναξε ο δυστυχής μ’ όλο τον πόνο της ψυχής του.
Τότε ο αγαθός Άγγελος άγγιξε το πονεμένο πόδι και άμεσως το έγιανε. Το πρωί που πήγαν οι γιατροί με τα χειρουργικά τους έργαλεια να τον ακρωτηριάσουν, τον βρήκαν ύγιεστατο να σκάβει το μικρό του περιβολι.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.118-119)