Κάποτε, διηγείται ο επίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος ( 393-460), η μητέρα μου έπαθε στο ένα της μάτι κάποια ασθένεια που η επιστήμη δεν μπόρεσε να θεραπεύση. Οι γιατροί δεν παρέλειψαν καμμιά μέθοδο, αλλά δεν είχαν κανένα θετικό αποτέλεσμα.
Τότε την επισκέφθηκε κάποια φίλη της και της μίλησε για τον όσιο Πέτρο τον Ησυχαστή. Την πληροφόρησε πως και η γυναίκα του κυβερνήτη της Ανατολής είχε πάθει ακριβώς την ίδια αρρώστια κι εκείνος την έκανε καλά με προσευχή και σταύρωμα.
Το άκουσε η μητέρα μου και παρευθύς έτρεξε στον άνθρωπο του Θεού. Σαν κοσμική γυναίκα που ήταν φορούσε βραχιόλια, περιδέραια κι άλλα χρυσαφικά, και μεταξωτό φόρεμα πλουμιστό με κεντίδια. Μέχρι τότε δεν γνώριζε την πνευματική ζωή. Ήταν στο άνθος της ηλικίας της κι ακολουθούσε τη μόδα.
Ο όσιος μόλις την είδε, θεράπευσε πρώτα την αρρώστια της επιδείξεως, λέγοντάς της:
-Αν ένας μεγαλοφυής ζωγράφος, εξασκημένος πολύ καλά στην τέχνη, έφτιαχνε έναν ωραίο πίνακα και ερχόταν κάποιος άλλος αδαής και κατηγορούσε τον μεγάλο καλλιτέχνη και αλλοίωνε το δημιούργημα του και πρόσθετε στα φρύδια και στα βλέφαρα πιο μακριές γραμμές, αν έκανε το πρόσωπο πιο λευκό κι αν πρόσθετε κι άλλο ακόμα κόκκινο στα μάγουλα, δεν σου φαίνεται πως θα είχε δίκιο ο πρώτος ζωγράφος να αγανακτήση; Λοιπόν, έτσι και ο Δημιουργός των όλων και Πλάστης μας αγανακτεί, όταν εσείς οι γυναίκες κατηγορείτε την ανέκφραστη εκείνη σοφία με αμάθεια. Δεν θα βάζατε στο πρόσωπο σας το κόκκινο, το άσπρο και το μαύρο χρώμα, αν δεν πιστεύατε πως χρειάζεται η προσθήκη αυτή. Έτσι φανερώνετε ότι αμφιβάλλετε για τη σοφία και τη δύναμη να κάνη σωστά κάθε τι. Και μοιράζοντας σ’ όλους εκείνα που ωφελούν τον καθένα, δεν δίνει όσα ζημιώνουν. Μην καταστρέφετε λοιπόν την εικόνα του Θεού. Ούτε να επιχειρήτε να προσθέσετε εκείνα που ο Σοφός δεν έδωσε, ούτε να επιδιώκετε την ψεύτικη αυτή ομορφιά που διαφθείρει και τις φρόνιμες, γιατί προκαλεί πονηρούς λογισμούς σ’ εκείνους που τις βλέπουν.
Άκουσε όλα αυτά η καλοπροαίρετη μητέρα μου και θαύμασε τη σοφία του αγίου. Έπεσε μετά στα πόδια του και τον παρακάλεσε να γιατρέψη το μάτι της.
Εκείνος τότε της είπε πως είναι άνθρωπος κι έχει την ίδια μ’ αυτή φύση, και πως σηκώνει μεγάλο βάρος αμαρτιών και γι’ αυτό δεν έχει παρρησία μπροστά στον Θεό. Επειδή όμως η μητέρα μου έκλαιγε και έλεγε πως δεν θα έφευγε αν δεν γιατρευόταν, ο γέροντας είπε πως ο Θεός είναι εκείνος που δίνει τη θεραπεία και πάντοτε εκπληρώνει τα αιτήματα εκείνων που πιστεύουν σ’ Αυτόν.
-Θα σου χαρίση, λοιπόν, συνέχισε, την υγεία, όχι γιατί θα κάνη σε μένα χάρη, αλλά γιατί βλέπει τη δίκη σου πίστη.
Έβαλε το χέρι του στο μάτι, και κάνοντας το σημείο του Σταυρού, αμέσως τη θεράπευσε!
Όταν η μητέρα γύρισε πίσω στο σπίτι, ξεπλύθηκε από τα φτιασίδια, πέταξε όλα τα κοσμήματα που φορούσε, και ζούσε στο εξής όπως της είπε ο όσιος. Ούτε πλουμιστό φόρεμα φορούσε, ούτε με χρυσά στολιζόταν. Κι αυτό γινόταν ενώ ήταν ακόμη νέα, μόλις εικοσιτριών ετών. Τόσο πολύ ωφελήθηκε από τη διδαχή του μεγάλου Πέτρου! Ζητώντας του τη θεραπεία του σώματος, απέκτησε μαζί μ’ αυτήν και την υγεία της ψυχής.
( Φιλόθεος Ιστορία)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι.Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.229-231)