ΠΗΓΑΝ κάποτε, πολύ πρωί, στην καλύβα του Αββά Αχιλλά οι συνασκητές του, ο Αββάς Αμμώης
με τον Αββά Βιτίμιο, και βρήκαν τον Γέροντα να πλέκει το ψαθί του:
- Από τώρα επιασες δουλειά, Αββά; τον ρώτησαν.
- Από το περασμένο βράδυ, τους ομολόγησε εκείνος, μέχρι τώρα έχω πλεξει είκοσι οργιές χωρίς να
τις χρειάζομαι. Αλλά φοβάμαι μήπως αγανακτήσει εναντίον μου ο Θεός και με καταδικάσει με
τους οκνηρούς, όταν μπορώ να εργασθώ και δεν το κάνω.
Θαυμάζοντας την φιλεργία του Γέροντα οι δυό Αββάδες, έφυγαν ωφελημένοι.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΑΝ αυστηρά οι συνασκητές του κάποιον αδελφό, που εργαζόταν την ημέρα που
γιόρταζαν την μνήμη κάποιου μάρτυρος.
- Σαν σήμερα, αποκρίθηκε ταπεινά εκείνος, ο δούλος του Θεού βασανιζόταν σκληρά κι έχυνε το
αίμα του για την αγάπη του Χριστού, κι εγώ να μην χύσω λίγο ίδρωτα στην εργασία;
ΜΕΡΙΚΟΙ νέοι μοναχοί επισκέφθηκαν κάποιο Γέροντα στην καλύβα του την στιγμή που ήταν
απορροφημένος ο νους του στην προσευχή, ενώ τα χέρια του έπλεκαν με γρηγοράδα.
- Τί πρέπει να κάνει ο μοναχός για να σωθεί, Αββά; τον ρώτησαν.
- Ό,τι βλεπετε, παιδιά μου, τους αποκρίθηκε εκείνος.
Εννοούσε βέβαια προσευχή και εργασία.
ΟΤΑΝ σηκώνεσαι από το στρώμα, αδελφέ, συμβουλεύει κάποιος Γέροντας, λέγε στον εαυτό σου:
Σώμα, εργάσου για να τραφείς. Ψυχή, νήφε για να σωθείς.
ΑΝΕΒΗΚΕ κάποτε στο Σινά ένας μοναχός από μακρινή σκήτη και φιλοξενήθηκε στο ησυχαστήριο
του Αββά Σιλουανού. Βλέποντας τους υποτακτικούς του να εργάζονται εντατικά, είπε στον
Γέροντα κάπως υπεροπτικά:
- Μη εργάζεσθε την απολλυμένην βρώσιν. «Μαρία την αγαθήν μερίδα εξελέξατο» (Λουκ. Γ 42).
Ο Αββάς Σιλουανός δεν του έδωσε απόκριση. Πρόσταξε τον μαθητή του Ζαχαρία να οδηγήσει τον
ξένο σ’ ένα άδειανό κελλί και να του δώσει ένα βιβλίο να διαβάσει.
Διάβασε αρκετά, κλεισμένος στο κελλί ο μοναχός, ώσπου κουράστηκε. Άρχισε να βαριέται και να
πεινά. Όταν έφτασε η ενάτη, έβλεπε με λαχτάρα την πόρτα, μήπως φανεί κανένας να τον
προσκαλέσει για φαγητό. Μα, όταν είδε πως δεν ερχόταν, αποφάσισε να πάει μόνος να εξετάσει.
Βρήκε τον Γέροντα στον κήπο να ποτίζει.
- Δεν έφαγαν σήμερα οι αδελφοί, Αββά; τον ρώτησε, αφήνοντας κατά μέρος την ντροπή, αφού τον
βασάνιζε η πείνα.
- Βεβαίως έφαγαν, αποκρίθηκε ο Γέροντας.
- Και πώς έγινε να λησμονήσετε να φωνάξετε κι εμένα;
- Μα εσύ, παιδί μου, είπε με απλότητα ο Αββάς Σιλουανός, είσαι άνθρωπος πνευματικός και δεν
έχεις ανάγκη από υλική τροφή. Εμείς που έχουμε σάρκα χρειαζόμαστε τροφή και γι’ αυτό τον λόγο
αναγκαζόμαστε ν’ άσχολούμαστε και με υλική εργασία. Εσύ που έχεις διαλεξει την «αγαθή
μερίδα», διάβαζες όλη μέρα και, χωρίς άλλο, είσαι τώρα χορτασμένος.
Ο μοναχός κατάλαβε το σφάλμα του και ζήτησε συγχώρεση από τον Γέροντα.
- Μάθε, παιδί μου, του είπε ο σοφός Αββάς, πως κι η Μαρία είχε ανάγκη από την Μάρθα και
διαμέσου εκείνης εγκωμιάστηκε αυτή.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ")