Ο ΑΒΒΑΣ Ιωάννης ο Κολοβός, πολύ νέος στην ηλικία, ασκήτευε στην έρημο μαζί με τον
μεγαλύτερο αδελφό του. Συνεπαρμένος κάποτε από υπερβολικό ζήλο για τα πνευματικά, είπε στον
αδελφό του:
- Θέλω να ζήσω αμέριμνα, σαν τους Αγγέλους, που δεν ασχολούνται με τα υλικά, αλλά δοξολογούν
ακατάπαυστα τον Ύψιστο. Άφησέ με να πάω βαθιά στην έρημο ν’ απολαύσω τέτοια ζωή.
- Κανένας δεν σ’ εμποδίζει, του είπε εκείνος. Είσαι ελευθερος να ζήσεις όπως θέλεις.
Την άλλη μέρα το πρωί έβγαλε τον μανδύα που φορούσε ο Ιωάννης, για να είναι πιο ελεύθερος,
και ξεκίνησε για την εσωτέρα έρημο, χωρίς να πάρει τίποτε μαζί του.
Έλειψε μια ολόκληρη βδομάδα κι ύστερα φάνηκε ένα πρωί μισοπεθαμένος από την πείνα και το
κρύο. Χτύπησε την πόρτα της καλύβας τους.
- Ποιός είναι; ρώτησε από μέσα ο αδελφός του, που έκανε πως δεν τον είχε αντιληφθεί.
- Ο Ιωάννης, αποκρίθηκε άτονα εκεινος.
- Αδύνατον, αποκρίθηκε ο άλλος από μέσα. Ο Ιωάννης έγινε Άγγελος, δεν ζει πια με τους
ανθρώπους.
- Άνοιξε, αδελφέ μου, άρχισε τώρα να παρακαλά, είμαι κουρασμένος και θέλω να ξαποστάσω. Ο
αδελφός του όμως, θέλοντας να τον διορθώσει, τον άφησε έξω ως το άλλο πρωί. Όταν ξημέρωσε,
τον έβαλε πια μέσα.
- Ώστε είσαι άνθρωπος ακόμη; τον ρώτησε χαμογελώντας. Κάθισε λοιπόν να δουλέψεις για να
ζήσεις, γιατί δεν είναι για σένα τα υψηλά.
Ο Ιωάννης ζήτησε ταπεινά συγγνώμη κι από τότε έργαζόταν με προθυμία το εργόχειρο.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ")