ιε'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά ’Ιωάννη, λέγοντας: «Πως η ψυχή μου, ενώ έχει έλκη, δεν ντρέπεται να κατακρίνη τον πλησίον;». Και του λέγει ο γέρων μια παραβολή για την καταλαλιά: Ένας άνθρωπος ήταν φτωχός και είχε γυναίκα. Είδε και μια άλλη ωραία και την πήρε και αυτή. Ήταν δε και οι δυό τους γυμνές. Έγινε σ’ ένα τόπο πανηγύρι και τον παρακάλεσαν, λέγοντας: «Πάρε μας μαζί σου». Τις παίρνει και τις δύο και τις βάζει σ’ ένα πιθάρι. Μπάρκαρε κατόπιν και έφτασε σ’ εκείνο τον τόπο. Όταν δε έπεσε πολλή ζέστη και οι άνθρωποι αποσύρθηκαν να ησυχάσουν, σηκώνει το κεφάλι η μια και μη βλέποντας κανέναν, πήδηξε έξω στην κοπριά. Και μαζεύοντας διάφορα ράκη παλιά, έφτιαξε μ’ αυτά ένα πρόχειρο φόρεμα και από εκεί και πέρα βάδιζε χωρίς πια να ντρέπεται. Η άλλη δε, καθισμένη γυμνή, έλεγε: «Να, αυτή η ξετσίπωτη δεν ντρέπεται να περπατά γυμνή». Πράγμα πού στενοχώρησε τον άνδρα της και της είπε:
«Μα τι λες εκεί; Αυτή τουλάχιστο σκεπάζει την ασχημοσύνη της. Και συ, όντας ολόγυμνη, δεν ντρέπεσαι να μιλάς έτσι;». Κάτι ανάλογο είναι και η καταλαλιά.
ιστ΄. Έλεγε δε πάλι στον αδελφό ο γέρων για την ψυχή οπού θέλει να μετανοήση. «Ήταν μια όμορφη και αμαρτωλή γυναίκα σε κάποια πόλη και πολλούς φίλους είχε. Πηγαίνει σ’ αυτήν ένας αρχών και της λέγει: Φρονίμεψε και εγώ σε παίρνω γυναίκα μου. Εκείνη συμμορφώθηκε. Την πήρε λοιπόν και την πήγε στο μέγαρό του. Στο μεταξύ, οι φίλοι της, αναζητώντας την, έλεγαν: Ο δείνα άρχων την πήρε στο σπίτι του. Αν λοιπόν πάμε στην πόρτα του σπιτιού του και το αντιληφθή, θα μας κάμη κακό. Νά τί πρέπει να κάμουμε: Να πάμε πίσω από το σπίτι και να της σφυρίξουμε. Καταλαβαίνοντας τότε από το σφύριγμα ότι εμείς είμαστε, θα κατεβή η ίδια σ’ εμάς και έτσι δεν θα μπορή κανείς να μας κατηγορήση. Άκουσε λοιπόν η γυναίκα το σφύριγμα, έφραξε τα αυτιά της, ώρμησε στην πιο μέσα κρεββατοκάμαρη και έκλεισε πίσω της τις πόρτες. Εκείνη η γυναίκα συμβολίζει την ψυχή. Οι φίλοι της είναι τα πάθη και οι άνθρωποι. Ο άρχων είναι ο Χριστός. Και το εσωτερικό του σπιτιού, η αιωνία μονή. Αυτοί οπού σφύριζαν, είναι οι σκοτεινοί δαίμονες. Αλλά η ψυχή τους ξεφεύγει μένοντας πιστή στον Κύριο».
ιζ'. Ενώ κάποτε ανέβαινε ο Αββάς Ιωάννης από μια Σκήτη με άλλους αδελφούς, έχασε τον δρόμο ο οδηγός τους. Γιατί ήταν νύχτα. Και λέγουν οι αδελφοί στον Αββά Ιωάννη: «Τί να κάμουμε, Αββά, οπού έχασε τον δρόμο ο αδελφός και κινδυνεύουμε να πεθάνουμε πηγαίνοντας εδώ και εκεί;». Τους λέγει ο γέρων: «Αν του το πούμε, θα λυπηθή και θα ντροπιασθή. Λοιπόν, εγώ θα κάμω ότι αρρώστησα και θα πω ότι δεν μπορώ να προχωρήσω, αλλά θα μείνω εδώ έως το πρωί». Και έκαμε έτσι. Οι δε υπόλοιποι είπαν: «Ούτε εμείς θα προχωρήσουμε, αλλά θα καθίσουμε μαζί σου». Και κάθισαν έως το πρωί και δεν σκανδάλισαν τον αδελφό.
ιη'. Ήταν ένας γέρων σε Σκήτη, άξιος μεν στις χειρωνακτικές εργασίες, άλλα όχι και δυνατός στους λογισμούς. Πήγε λοιπόν στον Αββά Ιωάννη για να τον συμβουλευτή σχετικά με τη λήθη. Άκουσε τον λόγο του, γύρισε στο κελλί του και ξέχασε τί του είχε πή ο Αββάς Ιωάννης. Ξαναπήγε λοιπόν να τον ρωτήση. Και αφού άκουσε ξανά τον λόγο του, γύρισε. Σαν έφθασε όμως στο κελλί του, πάλι ξέχασε. Έτσι, και άλλες φορές ακόμη πηγαίνοντας, μόλις γύριζε, τον ξανάπιανε η λήθη. Μετά από καιρό δε, έχοντας συναντήσει τον γέροντα, του είπε: «Ξέρεις, Αββά, λησμόνησα πάλι ό,τι μου είπες. Αλλά για να μη σ’ ενοχλήσω, δεν ήλθα». Του λέγει ο Αββάς Ιωάννης: «Πήγαινε, άναψε λυχνάρι». Και άναψε. Του λέγει δε πάλι: «Φέρε άλλα λυχνάρια και άναψέ τα απ’ αυτό». Έκαμε το ίδιο. Και είπε ο Αββάς Ιωάννης στον γέροντα: «Μήπως έπαθε τίποτε το λυχνάρι με το να ανάψης απ’ αυτό τα άλλα λυχνάρια;». Του λέγει: «Όχι». Είπε τότε ο γέρων: «Έτσι, ούτε και ο Ιωάννης. Και αν όλη η Σκήτη έρχεται σ’ εμένα, δεν θα με εμποδίση από τη χάρη του Χριστού. Λοιπόν, όταν θέλης, ας έρχεσαι, χωρίς καθόλου να διστάζης». Και έτσι, με την υπομονή και των δυό τους, απάλλαξε ο Θεός τον γέροντα από τη λήθη. Αυτό δε επεδίωκαν κυρίως οι Σκητιώτες, να βοηθούν πρόθυμα όσους πολεμούσε το πονηρό πνεύμα. Βίαζαν τον εαυτό τους να κερδίζουν ο ένας τον άλλο στο αγαθό.
ιθ΄. Ρώτησε ένας αδελφός τον Αββά Ιωάννη, λέγοντας: «Τί να κάμω; Γιατί συχνά έρχεται κάποιος αδελφός να με πάρη σε εργασία και εγώ βασανισμένος είμαι και αδύναμος και κουράζομαι μ’ αυτό. Τί λοιπόν πρέπει να κάμω για την εντολή;». Και του αποκρίνεται ο γέρων και του λέγει: «Ο Χάλεβ είπε στον Ιησού του Ναυή: Σαράντα χρόνων ήμουν, όταν μας έστειλε από την έρημο ο Μωϋσής, ο δούλος του Κυρίου, εμένα και σένα σ’ αυτή τη χώρα. Και τώρα είμαι ογδόντα πέντε χρόνων. Όπως ήμουν τότε, έτσι και τώρα μπορώ να εισέλθω και να εξέλθω σε πόλεμο. Έτσι λοιπόν και συ, αν μπορής, όπως εξέρχεσαι, έτσι και να εισέρχεσαι, πήγαινε. Αν όμως δεν μπορής έτσι να κάνης, μένε στο κελλί σου, κλαίοντας τις αμαρτίες σου. Και αν σε βρούν να πενθής, δεν θα σε αναγκάζουν να εξέλθης».
κ΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης: «Ποιος πούλησε τον Ιωσήφ;». Και αποκρίθηκε κάποιος αδελφός, λέγοντας: «Οι αδελφοί του». Του λέγει ο γέρων: «Όχι, αλλά η ταπείνωσή του τον πούλησε. Γιατί μπορούσε να πή ότι ήταν αδελφός εκείνων και να αντιλέξη. Αλλά σιωπώντας, με την ταπείνωση, πούλησε τον εαυτό του. Και η ταπεινοφροσύνη τον ανέδειξε άρχοντα στην Αίγυπτο».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)