κα΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης: «Αφήσαμε το ελαφρό φορτίο, ήγουν το να κατηγορούμε τον εαυτό μας και βάλαμε στους ώμους μας το βαρύ, ήγουν το να δικαιώνουμε τον εαυτό μας».
κβ΄. Ο ίδιος είπε: «Η ταπεινοφροσύνη και ο φόβος του Θεού είναι πάνω από όλες τις αρετές».
κγ΄. Ο ίδιος βρισκόταν κάποτε στην εκκλησία και στέναξε, αγνοώντας ότι κάποιος άλλος ήταν πίσω του. Όταν το κατάλαβε λοιπόν, έβαλε μετάνοια, λέγοντας: «Συγχώρησέ με, Αββά, δεν κατηχήθηκα ακόμη».
κδ'. Ο ίδιος έλεγε στον μαθητή του: «Ας τιμήσουμε τον ένα και όλοι θα μας τιμούν. Αν όμως καταφρονήσουμε τον ένα, οπού είναι ο Θεός, όλοι μας καταφρονούν και πηγαίνουμε σε απώλεια».
κε΄. Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη ότι ήλθε στην εκκλησία, σε Σκήτη. Και ακούοντας αντιλογίες μερικών αδελφών, γύρισε στο κελλί του. Και δεν εισήλθε σ’ αυτό, παρά αφού το έφερε γύρω τρείς φορές. Τον είδαν κάποιοι αδελφοί και απόρησαν γιατί το έκαμε αυτό. Πήγαν λοιπόν και τον ρώτησαν. Εκείνος δε τους λέγει: «Είχα γεμάτα τα αυτιά μου από την αντιλογία. Έφερα λοιπόν γύρω το κελλί μου, για να τα καθαρίσω και έτσι να εισέλθω, με ησυχία του νου μου».
κστ΄. Ήλθε κάποτε ένας αδελφός στο κελλί του Αββά Ιωάννη κατά το βράδι, με την πρόθεση να μείνη για λίγο και ύστερα να φύγη. Και ενώ μιλούσαν για αρετές, έγινε πρωί και δεν το κατάλαβαν. Βγήκε υστέρα να τον ξεπροβοδίση. Και έμειναν μιλώντας έως τις έξη. Τον εισήγαγε πάλι στο κελλί και αφού έφαγε, έτσι ανεχώρησε.
κζ΄. Έλεγε ο Αββάς Ιωάννης ότι «φυλακή» σημαίνει το να μείνη τινάς στο κελλί και να μνημονεύη τον Θεό αδιάκοπα. Και ότι αυτό είναι το νόημα του «εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με».
κη΄. Είπε πάλι: «Ποιος είναι δυνατός σαν το λιοντάρι; Και όμως, εξ αιτίας της κοιλιάς του, πέφτει σε παγίδα και όλη η δύναμή του ταπεινώνεται».
κθ'. Ιστορούσε πάλι, ότι, τρώγοντας οι πατέρες της Σκήτης ψωμί και αλάτι, έλεγαν: «Ας μην υποδουλώνουμε τον εαυτό μας στο ψωμί και στο αλάτι». Και έτσι ήταν δυνατοί στο να εκπληρώνουν το έργο του Θεού.
λ'. Ήλθε ένας αδελφός να πάρη ζεμπίλια από τον Αββά Ιωάννη. Και βγαίνοντας, του λέγει ο γέρων: «Τί θέλεις, αδελφέ;». Και εκείνος είπε: «Ζεμπίλια, Αββά». Εισήλθε για να τα βγάλη, αλλά απολησμονήθηκε και κάθισε πλέκοντας. Πάλι ο άλλος έκρουσε. Και σαν βγήκε, του λέγει: «Φέρε το ζεμπίλι, Αββά». Εισήλθε, άλλα και πάλι κάθισε να πλέξη. Και πάλι ο άλλος έκρουσε. Και βγαίνει και τον ξαναρωτά: «Τί θέλεις, αδελφέ;». Και εκείνος: «Το ζεμπίλι, Αββά». Τον έπιασε τότε από το χέρι, τον πήγε μέσα και του είπε: «Αν ζεμπίλια θέλης, πάρε και πήγαινε. Γιατί εγώ δεν ευκαιρώ».
λα΄. Ήλθε κάποτε ένας καμηλιέρης για να πάρη τα εργόχειρά του και να πάη σε άλλο τόπο. Και εκείνος, μπαίνοντας για να του φέρη την πλεξούδα, απολησμονήθηκε, έχοντας υψωμένο τον νου στον Θεό. Πάλι λοιπόν τον ενώχλησε ο καμηλιέρης, κρούοντας τη θύρα. Και πάλι ο Αββάς Ιωάννης, μπαίνοντας, απολησμονήθηκε. Και την τρίτη φορά, αφού έκρουσε ο καμηλιέρης, μπαίνοντας έλεγε: «Πλεξούδα - καμήλα, πλεξούδα - καμήλα». Και αυτό το έλεγε για να μη ξεχάση.
λβ΄. Ο ίδιος βρισκόταν σε ζέση πνευματική. Και κάποιος οπού τον επισκέφθηκε, επήνεσε το έργο του. Εκείνη την ώρα, ο γέρων έφτιαχνε πλεξούδα. Και σιώπησε. Πάλι ο άλλος του έκανε λόγο. Και πάλι αυτός σιωπούσε. Τη δε τρίτη φορά, λέγει στον επισκέπτη του: «Από τη στιγμή οπού εισήλθες εδώ, διώχνεις τον Θεό από μένα».
λγ΄.Ήλθε κάποιος γέρων στο κελλί του Αββά Ιωάννη και τον βρήκε να κοιμάται και Άγγελο στο πλάι του με ριπίδι να του κάνη αέρα. Και σαν το είδε αυτό, έφυγε. Μόλις δε σηκώθηκε, λέγει στον μαθητή του: «Ήλθε κάνεις εδώ, ενώ κοιμόμουν;». Του απαντά: «Ναι. Ο δείνα γέρων». Και κατάλαβε ο Αββάς Ιωάννης ότι των δικών του μέτρων ήταν εκείνος ο γέρων και είδε τον Άγγελο.
λδ΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης: «Εγώ θέλω ο άνθρωπος να παίρνη κάτι από όλες τις αρετές. Λοιπόν, κάθε μέρα, αφού σηκώνεσαι το πρωί, κάνε αρχή σε κάθε αρετή και θεία εντολή, με πολύ μεγάλη υπομονή, με φόβο και μακροθυμία, με αγάπη Θεού, με κάθε προθυμία ψυχής και σώματος, με ταπείνωση πολλή, υπομένοντας στη θλίψη της καρδιάς και στην εσωτερική προσοχή, με πολλή προσευχή και ικεσίες και στεναγμούς, με καθαρή γλώσσα και προσοχή στους οφθαλμούς. Να σε ταπεινώνουν και να μη οργίζεσαι. Να ειρηνεύης και να μη ανταποδίδης κακό αντί κακού. Να μη προσέχης στα φταιξίματα των άλλων. Να μη δίνης σημασία στον εαυτό σου, άλλα να τον θαρής σαν το τελευταίο από όλα τα δημιουργήματα. Αποτάσσοντας τα υλικά και τα σχετικά με τη σάρκα. Σε σταυρό, σε αγώνα, σε πτωχεία πνεύματος, σε προαίρεση και άσκηση πνευματική, σε νηστεία, σε μετάνοια και κλαυθμό, σε αγώνα πολέμου, σε διάκριση, σε αγνότητα ψυχής, σε μετάληψη αγαθή. Σε ησυχία, το εργόχειρο. Στις νυχτερινές αγρυπνίες, με πείνα και δίψα, με κρύο και γυμνότητα, με κόπους. Κλείνοντας από πάνω σου τον τάφο, σαν να έχης ήδη τελευτήσει. Θαρώντας ότι ο θάνατος είναι κοντά σου την κάθε ώρα».
λε'. Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη, ότι, καθώς ερχόταν από τον θερισμό ή επισκεπτόταν γέροντες, με την προσευχή και τη μελέτη και την ψαλμωδία περνούσε την ώρα του, ωσότου αποκαταστάθηκε ο λογισμός του στην τάξη την αρχαία.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)