Μήν κάνης δικό σου ό,τι σού έδωσε ο Θεός
- Γέροντα, υπερηφανεύομαι για τις σωματικές ικανότητες και για τα πνευματικά χαρίσματα που νομίζω πώς έχω.
- Γιατί να υπερηφανεύεσαι; Εσύ «εποίησας τον ουρανόν και την γην»; Πρόσεξε, μην κάνης δικό σου ό,τι σού έδωσε ο Θεός καί, ό,τι σού λείπει, μην προσπαθής να δείχνης ότι το έχεις. Να λές στον εαυτό σου: «Ο Θεός, επειδή ήμουν αδύνατη, μου έδωσε μερικά χαρίσματα, γιατί αλλιώς θα στεναχωριόμουν και θα ήμουν κακορρίζικη. Εκείνο που πρέπει να κάνω τώρα είναι να τα αξιοποιήσω, για να πλουτήσω πνευματικά. Δόξα σοι, Θεέ μου! Σ’ ευχαριστώ, που με λυπήθηκες και με βοήθησες». Εσύ θεωρείς ότι είναι δικά σου όλα τα χαρίσματα που έχεις· είναι όμως δικά σου; «Τί έχεις ό ουκ έλαβες;». Εδώ χρειάζεται η εξυπνάδα, εδώ πρέπει να δουλέψης το μυαλό και να καταλάβης ότι όλα τα χαρίσματα είναι του Θεού. Λίγο αν μας εγκαταλείψη η Χάρις του Θεού, τίποτε δεν θα μπορούμε να κάνουμε. Είναι απλά τα πράγματα. Έχει, ας υποθέσουμε, κάποιος μερικές ικανότητες και υπερηφανεύεται γι’ αυτές. Πρέπει να σκεφθή: Που τις βρήκε; Του τις έδωσε ο Θεός. Αυτός τί έκανε; Τίποτε. Δίνει λ.χ. ο Θεός σε κάποιον λίγο παραπάνω μυαλό και μπορεί να έχη μια μεγάλη επιχείρηση και να ζη άνετα. Να υπερηφανευθή ότι τα καταφέρνει; Λίγο να τον εγκαταλείψη ο Θεός, μπορεί να χρεωκοπήση και να πάη φυλακή.
Πάντως, όποιος έχει χαρίσματα, αλλά δεν έχει ταπείνωση και πληγώνει με την προκλητική συμπεριφορά του τον πλησίον του, αναγκάζει τον Χριστό να πάρη το κατσαβιδάκι και να του λασκάρη λίγο την βίδα, για να ταπεινωθή ακουσίως. Ας υποθέσουμε, κάποιος θέλει να βγάλη έναν βράχο και παιδεύεται, γιατί δεν έχει πολύ μυαλό, ώστε να βρη έναν τρόπο να τον μετακινήση. Οπότε τον πλησιάζει ένας άλλος που είναι λίγο έξυπνος και του λέει: «Βρέ χαμένε, δεν σού κόβει;». Παίρνει αμέσως έναν λοστό, τον κάνει μοχλό και βγάζει εύκολα τον βράχο. Έ, αφού φέρεται έτσι, δεν είναι δίκαιο να πάρη το κατσαβίδι ο Θεός και να του λασκάρη λίγο το μυαλό; Μερικοί που είναι μεγάλοι ρήτορες παθαίνουν μεγάλες διαλείψεις και φθάνουν σε σημείο να μην μπορούν ούτε μια λέξη να πούν! Έτσι ταπεινώνονται. Αν άφηνε ο Θεός κάποιον συνέχεια ρήτορα-ρήτορα κι εκείνος υπερηφανευόταν, τί θα γινόταν; Τον καθέναν ο Θεός τον φρενάρει με κάποιον τρόπο, για να μην πάθη ζημιά.
Πρέπει πολύ να προσέξουμε τα χαρίσματα που μας έδωσε ο Θεός να μην τα οικειοποιούμαστε, αλλά να ευχαριστούμε τον Θεό και να έχουμε την ανησυχία μην τυχόν δεν ανταποκρινόμαστε σ’ αυτά. Συγχρόνως να πονάμε για τους άλλους που δεν αξιώθηκαν να λάβουν τέτοια χαρίσματα από τον Θεό και να προσευχώμαστε γι’ αυτούς. Και όταν βλέπουμε έναν άνθρωπο να υστερή σε κάτι, να λέμε με τον λογισμό μας: «Εάν αυτός είχε τα χαρίσματα που έδωσε σ’ εμένα ο Θεός, θα ήταν τώρα άγιος, ενώ εγώ δεν τα αξιοποίησα, και επιπλέον αδικώ τον Θεό κάνοντας δικά μου τα χαρίσματα που μου έδωσε». Ο Θεός βέβαια δεν στενοχωριέται, όταν ο άνθρωπος οικειοποιήται τα χαρίσματα που του δίνει· δεν μπορεί όμως να του δώση άλλα, για να μην τον βλάψη. Ενώ, αν κάποιος κινήται απλά και ταπεινά, γιατί αναγνωρίζει ότι τα χαρίσματα που έχει είναι του Θεού, τότε ο Θεός θα του δώση και άλλα.
Με την υπερηφάνεια κάνουμε τον εαυτό μας δυστυχισμένο, επειδή τον απογυμνώνουμε από τα χαρίσματα που μας δίνει ο Θεός, αλλά στενοχωρούμε και τον Θεό, που πονάει, γιατί μας βλέπει δυστυχισμένους. Γ ιατί, ενώ έχει άφθονα πλούτη να μας δωρίση, δεν μας τα δίνει, για να μη μας βλάψη. Γιατί τί γίνεται; Αν μας δώση κάποιο χάρισμα, βλέπουμε τους άλλους σαν μυρμήγκια και τους πληγώνουμε με την υπερήφανη συμπεριφορά μας. Αν δεν μας δώση, απελπιζόμαστε. Οπότε και ο Θεός λέει: «Αν τους δώσω κάποιο χάρισμα, υπερηφανεύονται, βλάπτουν τον εαυτό τους και στους άλλους φέρονται με αναίδεια. Αν δεν τους δώσω, είναι ταλαίπωροι, βασανισμένοι. Κι εγώ δεν ξέρω τί να κάνω».
Να ευχαριστούμε τον Θεό όχι μόνο για τα χαρίσματα που μας έχει δώσει, αλλά και για το ότι μας έχει κάνει ανθρώπους, ενώ Νοικοκύρης είναι και μπορούσε να μας κάνη και φίδια και σκορπιούς και χελώνες και μουλαράκια και γαϊδουράκια. «Ο Θεός, να λέμε, μπορούσε να με κάνη μουλάρι και να έπεφτα σε αδιάκριτα χέρια και να με φόρτωναν εκατόν πενήντα κιλά βάρος και να με χτυπούσαν, αλλά δεν με έκανε. Μπορούσε να με κάνη φίδι ή σκορπιό, αλλά δεν με έκανε. Μπορούσε να με κάνη χελώνα, γουρούνι, βάτραχο, κουνούπι, μύγα κ.λπ., αλλά δεν με έκανε. Τί με έκανε; Με έκανε άνθρωπο. Εγώ έχω ανταποκριθή σε όσα μου έδωσε; Όχι». Αν ο άνθρωπος δεν εξετάζη τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο, ενώ φαίνεται στους ανθρώπους δίκαιος, είναι ο μεγαλύτερος άδικος του κόσμου, γιατί δεν αδικεί ανθρώπους, αλλά τον Θεό, που του έδωσε τόσα χαρίσματα. Όταν όμως τα εξετάζη με αυτόν τον τρόπο, ακόμη κι αν φθάση σε πνευματικά μέτρα και κάνη χιλιάδες θαύματα την ημέρα, πάλι δεν θα του πη ο λογισμός ότι κάτι κάνει, γιατί όλα τα αποδίδει στον Θεό και αυτός ελέγχεται συνέχεια μήπως δεν έχει ανταποκριθή σε όσα του έδωσε ο Θεός. Και τότε αρχίζει από αυτήν την ζωή η μία Χάρις να διαδέχεται την άλλη και η άλλη την άλλη, και έτσι γίνεται χαριτωμένος άνθρωπος, επειδή η ταπείνωση του έγινε πλέον κατάσταση. Και όταν τα αποδίδη όλα στον Θεό και γίνη ευγνώμων δούλος του Θεού, θα ακούση στην άλλη ζωή το «εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω».
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 93-96)