Ο άγιος πρωτοπρεσβύτερος της Κροστάνδης π. Ιωάννης άρχισε το ποιμαντικό του έργο στη δύσκολη κοινωνία της πόλεως αυτής από τα φτωχά παιδιά. Πίσω από τα παιδιά ακολούθησαν οι μεγάλοι. Σιγά- σιγά ο κόσμος τον πλησίασε και ένα καλοκαίρι έκανε έναρξη των συζητήσεων μαζί με τους καθισμένους πάνω στο γρασίδι έξω από την πόλη. Τα παιδιά και οι μεγάλοι άρχισαν να μαζεύωνται γύρω του και, άλλοι καθιστοί, άλλοι όρθιοι, τον παρακολουθούσαν με προσοχή. Έπειτα άρχισαν να τον καλούν σπίτια τους. Αυτό βέβαια έγινε σιγά- σιγά. Στην αρχή η σκοτεινή κοινωνία της Κροστάνδης με δυσπιστία και έχθρα αντιμετώπιζε τις προσπάθειες του να την πλησιάση. Με τον καιρό είχε σημαντικές ποιμαντικές επιτυχίες.
« Μια φορά, διηγείται ένας επαγγελματίας, γύρισα στο σπίτι μου κάπως λιγώτερο μεθυσμένος. Βλέπω μέσα ένα νέο παππούλη, που κρατούσε τον γιό μου στα χέρια του και του έλεγε τρυφερά κάτι. Πήγα να ξεσπάσω σε ύβρεις… Τα μάτια όμως του μπάτουσκα ( πατερούλη), μάτια γεμάτα αγάπη και σοβαρότητα, με καθήλωσαν. Ένιωθα ντροπή. Έσκυψα το πρόσωπο καθώς εκείνος κοίταζε κατ’ευθείαν μέσα στην ψυχή μου. Άρχισε να ομιλή. Δεν θα μπορέσω να τα μεταδώσω όλα όσα έλεγε. Μου έλεγε ότι εδώ στην κάμαρα μου έχω τον παράδεισο, γιατί όπου υπάρχουν παιδιά εκεί υπάρχει ο παράδεισος, και δεν πρέπει αυτόν τον παράδεισο να τον ανταλλάσσω με την κνίσα της ταβέρνας. Δεν με κατηγορούσε, αντίθετα με δικαιολογούσε, για τη ζωή που έκανα. Μόνο που εγώ καταλάβαινα ότι ήμουν αδικαιολόγητος… Έφυγε έπειτα και εγώ κάθησα σιωπηλός. Δεν έκλαιγα. Η ψυχή μου όμως ήταν σαν να κλαίη… Η σύζυγος μου με κοίταζε με απορία. Και να, από τότε έγινα άνθρωπος».
Κάποιος έμπορος, χήρος μ’ ένα μικρό γιό, άρχισε από τη στενοχώρια του να πίνη πολύ. Ακολούθησαν εμπορικές ζημιές και χωρίς να το πάρη είδηση κατάντησε μέθυσος. Κάποια φορά τον συνάντησε ο π. Ιωάννης, του είπε ότι ερχόταν ειδικά γι’ αυτόν και άρχισε να τον συμβουλεύη να σταματήση το πιοτό:
-Φθάνει πια να γυρνάς στους δρόμους άπρακτος. Ήσουν άνθρωπος πριν. Άνθρωπος να ξαναγίνης.
Μετά σηκώθηκε, φόρεσε το επιτραχήλιο του και του είπε:
-Για να γίνη μια καλή αρχή στη νέα σου ζωή πρέπει να προσευχηθούμε.
Και άρχισε να προσεύχεται…
« Με δάκρυα προσευχόταν για μένα τον αμαρτωλό, διηγείται ο έμπορος. Έπειτα μας ευλόγησε, εμένα και τον γιό μου, υποσχέθηκε ότι θα μας επισκέπτεται και θα προσεύχεται για μας, και έφυγε…. Αισθανόμουν σαν να ξύπνησα από μεγάλο
και βαθύ ύπνο. Το δωμάτιο μας έγινε πιο αγαπητό σε μένα. Με δάκρυα μετανοίας αγκάλιασα το παιδί μου… Το εμπόριο αποκαταστάθηκε και εγώ ξανάγινα πάλι άνθρωπος».
Μια κοπέλα θεωρούσε τον εαυτό της δυστυχισμένο λόγω πολλών αιτιών από τα παιδικά της ήδη χρόνια. Όταν πια έχασε και τη μητέρα της, ένιωσε τον εαυτό της τόσο θλιμμένο και απογοητευμένο, που άρχισε να σκέπτεται την αυτοκτονία. Κάποτε βρέθηκε στην Κροστάνδη και βυθισμένη στις μαύρες της σκέψεις κάθησε σ’ ένα παγκάκι κάποιου πάρκου. Τότε ένας άγνωστος ιερέας πλησίασε και κάθησε στην άλλη άκρη του πάγκου.
«Εγώ σηκώθηκα και θέλησα να απομακρυνθώ, διηγείται η κοπέλα, αλλά ο άγνωστος παππούλης με σταμάτησε και είπε:
-Με συγχωρείτε… δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω τη βαριά κατάσταση της ψυχής σας και σαν ιερέας αποφάσισα να σας πλησιάσω… Αποκαλύψτε μου τη θλίψη σας. Ίσως ο Κύριος διά μέσου εμού του αμαρτωλού, να σας καταπραΰνη και να σας παρηγορήση…
Εγώ έκλαψα τότε πικρά, πολύ πικρά, αλλά τίποτε δεν μπόρεσα να πω παρά μόνο:
-Είμαι δυστυχισμένη, άχρηστη στον κόσμο.
-Ο μεγάλος νους του Πλάστη δεν μπορεί να κάνη τίποτε άχρηστο στον κόσμο, μου απάντησε αμέσως ο μπάτουσκα».
Έπειτα από την απάντηση αυτή η κοπέλα δεν μπόρεσε να συγκρατηθή και άρχισε η συζήτηση. Με ειλικρινή, πατρική αγάπη ο ιερέας την ενθάρρυνε. Το όνομα του δεν το αποκάλυψε. Όταν όμως αυτή διηγήθηκε το περιστατικό στους οικείους της, δεν τους έμεινε αμφιβολία ότι ήταν ο π. Ιωάννης.
( Ιωάννης της Κροστάνδης)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.231-234)