84. «Γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 38).
Η δήλωσις της Παρθένου, κατά την υπογραφή του συμφώνου συνεργασίας με τον Θεό έχει ιδιαίτερη σημασία. Αν και η τιμή ήταν πρωτοφανής —η υπογραφή της ήταν ακόμη νωπή δίπλα στην υπογραφή του Θεού— ωστόσο η Θεοτόκος δεν ξιππάζεται. Δεν μιλάει για το τι «θα κάνη» και πώς «θα εργασθή» αυτή για να «φέρη σε πέρας το μεγάλο έργο που της ανέθεσε ο Θεός»! Δεν αναφέρεται σε τυχόν «σχέδιά της», δεν εκθέτει τις «επιδιώξεις» της, δεν αναλύει τους «δραματισμούς» της... Τίποτα απ’ ολα αυτά. Γιατί αυτά είναι, για τους μικρούς, τους κούφιους, τους μηδαμινούς που, οταν ξαφνικά βρεθούν στην κορυφή της πυραμίδος, παθαίνουν ίλιγγο και μιλάνε συνεχώς για τον εαυτό τους, τις ικανότητές τους, τις σπουδές τους, τα έργα τους, που τα ανεγνώρισαν οι άνθρωποι και τα βράβευσεν ο Θεός!!
Η Θεοτόκος, αντίθετα, εύχεται για την πραγματοποίησι του θείου σχεδίου στο πρόσωπό της. Αυτή απλώς προσφέρεται. Ο Θεός είναι Εκείνος που θα εργασθή και θα δράση. Αυτή είναι μόνο ενα άγραφο χαρτί που προσφέρεται στον Κύριο για να γράψη επάνω του ο,τι Εκείνος θέλει: «Πίναξ ειμί γραφόμενος, ο βούλεται ο γραφεύς γραφέτω. Ποιείτω ο θέλει ο του παντός Κύριος». ( Ωριγένης, ΓΛ. 58)!
Η δήλωσις αυτή της Παρθένου είναι μοναδική και φανερώνει τον τρόπο, με τον όποιο οι κλητοί του Θεού πρέπει να αποδέχωνται την θεϊκή κλήσι. Όχι με μεγαλόστομες δηλώσεις αυτοπροβολής και ματαιόδοξης επιδείξεως, αλλά με σιωπηλή υποταγή στο θέλημά Του. Εκείνο που προέχει στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι τοσο ο καλούμενος ανθρωπος και τα τυχόν «προσόντα» του, όσο η συγκατάβασις του καλούντος Θεού. Όταν παρίσταται ο Κύριος, τότε ο ταπεινός και αληθινός άνθρωπος σωπαίνει και νιώθοντας την απέραντη αδυναμία του ομολογεί: «νυν ηρξάμην λαλήσαι προς τον Κύριόν μου, εγώ δε είμι γη και σποδός». (Γεν. ιη' 27) .
Μόλις η Παρθένος έδωσε την απάντησί της στο Θεό, δέχεται αμέσως από αυτόν το Πνεύμα, που δημιουργεί την ομόθεη εκείνη σάρκα... Και πλάθεται έτσι με λόγο μητρικό ο του Πατρός Λόγος. Και κτίζεται με τη φωνή του κτισματος ο Δημιουργός.
"Ω φωνή ιερή!
”Ω λόγια πού κατορθώσατε περίσσιο μεγαλείο!
"Ω γλώσσα ευλογημένη που ανακάλεσες με μιας από την εξορία ολόκληρη τήν οικουμένη!
Ω θησαυρέ ψυχής αγνής, που με τα λίγα λόγια της σκόρπισε σε μας τέτοια αφθονία αγαθών!
Γιατί αυτά τα λόγια μετέτρεψαν τη γη σε ουρανό κι αδειασαν τον Άδη ελευθερώνοντας τους φυλακισμένους. Έκαμαν να κατοικηθεί από ανθρώπους ο ουρανός και φέρνοντας τόσο κοντά τους Αγγέλους στους ανθρώπους συνέπλεξαν το ουράνιο και το ανθρώπινο γένος ένα μοναδικό χορό γύρω από Αυτόν που είναι ταυτόχρονα και τα δύο, Αυτόν που «όντας Θεός, έγινε άνθρωπος».
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη )