λστ'. Είπε κάποιος από τους πατέρες γι’ αυτόν: «Ποιός είναι ο Ιωάννης, οπού, με την ταπείνωση του, κρέμασε όλη τη Σκήτη στο μικρό του δάχτυλο;».
λζ'. Ρώτησε ένας από τους πατέρες τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, τί είναι ο μοναχός. Και εκείνος είπε: «Κόπος. Γιατί ο μοναχός σε κάθε έργο κοπιάζει. Έτσι είναι ο μοναχός».
λη΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός, ότι ένας πνευματικός γέρων έγινε έγκλειστος και έβγαλε μεγάλο όνομα στην πόλη και είχε δόξα πολλή. Και τον ειδοποίησαν: «Κάποιος από τους αγίους βρίσκεται στα στερνά του. Πήγαινε να τον ασπαστής, πριν κοιμηθή». Και συλλογίστηκε μέσα του: «Αν βγω τη μέρα, θα τρέξουν γύρω μου οι άνθρωποι και θα μου κάμουν πολλή δόξα και θα χάσω την ειρήνη μου. Θα ξεκινήσω λοιπόν το βράδι, με το σκοτάδι ξεφεύγοντάς τους όλους». Βγήκε λοιπόν, σαν έπεσε το βράδι, από το κελλί του, επειδή ήθελε να μη τον πάρη είδηση κανείς. Αλλά να, από τον Θεό στέλνονται κάτω δυο Άγγελοι με φανούς, κάνοντας του φως. Έτσι όλη η πόλη πρόστρεξε, βλέποντας τη δόξα του. Και όσο νόμιζε ότι απέφευγε τη δόξα, τόσο πιο πολύ δοξάσθηκε. Σ’ αυτό το γεγονός εκπληρώθηκε το γραμμένο: «Πάς ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται».
λθ΄. Έλεγε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός: «Δεν γίνεται να χτίση τινάς σπίτι αρχίζοντας από τα επάνω και καταλήγοντας στα κάτω. Θα αρχίση από τα θεμέλια και θα συνέχιση προς τα άνω». Του λέγουν: «Τι σημαίνουν αυτά τα λόγια;». Τους αποκρίνεται: «Τα θεμέλια είναι ο πλησίον, το πως θα τον κερδίσης. Και ωφελείσαι πρώτος. Γιατί σ’ αυτόν κρέμονται όλες οι εντολές του Χρίστου».
μ'. Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη, ότι κάποιας κόρης τελεύτησαν οι γονείς και απόμεινε ορφανή. Το δε όνομά της ήταν Παϊσία. Σκέφθηκε λοιπόν να μεταβάλη το σπίτι της σε ξενοδοχείο, για να εξυπηρετή τους πατέρες της Σκήτης. Εργαζόταν αρκετό καιρό σαν ξενοδόχος, εξυπηρετώντας τους πατέρες. Μετά δε από καιρό, αφού εξαντλήθηκε το βιός της, άρχισε να στερήται. Τότε την πλησίασαν άνθρωποι διεστραμμένοι και την έβγαλαν από τον αγαθό της σκοπό. Έτσι, άρχισε να κάνη κακή ζωή και κατέληξε στην ακολασία. Το άκουσαν οι πατέρες και πολύ λυπήθηκαν. Φώναξαν λοιπόν τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό και του είπαν: «Ακούσαμε για την αδελφή εκείνη ότι πήρε τον κακό δρόμο. Όταν μπορούσε, μας έδειξε την αγάπη της. Τώρα και εμείς ας της δείξουμε αγάπη και ας τη βοηθήσουμε. Κάμε λοιπόν τον κόπο και πήγαινε σ’ αυτήν και, με τη σοφία οπού σου έδωσε ο Θεός, λύσε το πρόβλημά της». Πήγε, έτσι, ο Αββάς Ιωάννης να τη βρή και λέγει στο γραΐδιο οπού έκανε χρέη θυρωρού: «Ανάγγειλέ με στην κυρά σου». Αλλά εκείνη τον απέπεμψε, λέγοντας: «Σεις από την αρχή της φάγατε όλα όσα είχε και δεν είχε. Και να, είναι φτωχή». Της λέγει ο Αββάς Ιωάννης: «Μα πρόκειται να της κάμω μεγάλο καλό». Τα δε παιδιά της, χαμογελώντας, του λέγουν: «Τι έχεις λοιπόν να της προσφέρης και θέλεις να τη δής;». Και εκείνος αποκρίθηκε, λέγοντας: «Από που ξέρετε τί έχω να της δώσω;». Ανέβηκε το γραΐδιο και της ανέφερε τα σχετικά μ’ αυτόν. Και της λέγει η νέα γυναίκα: «Αυτοί οι μοναχοί πάντοτε πηγαινοέρχονται πλάι στην Ερυθρά Θάλασσα και βρίσκουν μαργαριτάρια». Και αφού στολίστηκε, λέγει: «Κάμε μου τη χάρη να μου τον φέρης επάνω». Όταν λοιπόν ανέβηκε εκείνος, αυτή πρόλαβε και κάθισε στο κλινάρι. Ήλθε ο Αββάς Ιωάννης και κάθισε κοντά της. Κοιτάζοντάς τη δε στο πρόσωπό, της λέγει:
«Τί σου έφταιξε ο Χριστός και κατάντησες έτσι;». Ακούοντάς τον δε, πάγωσε ολόκληρη. Σκύβει τότε το κεφάλι ο Ιωάννης και άρχισε να κλαίη πικρά. Του λέγει: «Αββά, γιατί κλαίς;». Και σηκώνοντας για μια στιγμή το κεφάλι, πάλι έσκυψε κλαίοντας και της λέγει: «Βλέπω ότι ο σατανάς παίζει στην όψη σου και να μη κλάψω;». Και σαν τον άκουσε, του λέγει: «Υπάρχει μετάνοια, Αββά;». Της αποκρίνεται: «Ναι». Του λέγει: «Πάρε με όπου θέλεις». Της λέγει: «Πάμε». Και σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Πρόσεξε δε ο Αββάς Ιωάννης ότι τίποτε δεν κανόνισε ούτε είπε για το σπίτι της. Και θαύμασε. Όταν λοιπόν έφτασαν στην έρημο, έγινε βράδι. Και αφού έφτιαξε με την άμμο μικρό προσκεφάλι για χάρη της και το σφράγισε με το σχήμα του Σταυρού, της λέγει: «Κοιμήσου εδώ». Το ίδιο δε έκαμε και για τον εαυτό του λίγο παρά πέρα και αφού τελείωσε τις προσευχές του, πλάγιασε. Γύρω δε στα μεσάνυχτα, βλέπει, ξυπνώντας, ένα δρόμο φωτεινό να ξεκινά από τον ουρανό και να καταλήγη στη γυναίκα εκείνη. Και είδε τους Αγγέλους του Θεού να μεταφέρουν ψηλά την ψυχή της. Σηκώνεται, λοιπόν, πηγαίνει κοντά της και τη σκουντά με το πόδι. Μόλις δε αντιλήφθηκε ότι πέθανε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και δεόταν στον Θεό. Και άκουσε ότι η λιγόωρη μετάνοιά της έγινε δεκτή πιο καλά από ό,τι η μετάνοια άλλων, οπού διαρκεί πολύ καιρό, αλλά δεν έχει τόση φλόγα.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)