Του Α β β ά Ιωάννη,
οπού έμενε σε Κοινόβιο
Ήταν ένας αδελφός οπού ζούσε σε Κοινόβιο, πολύ αφωσιωμένος στην άσκηση. Ακούοντας δε κάποιοι αδελφοί, σε Σκήτη, γι’ αυτόν, ήλθαν να τον δουν. Και εισήλθαν στον τόπο οπού εκείνος εργαζόταν. Και αφού τους ασπάσθηκε γύρισε και συνέχισε την εργασία του. Βλέποντας οι αδελφοί τότε τι έκαμε, του λέγουν: «Ιωάννη, ποιος σου έβαλε το σχήμα; Ή ποιος σε έκαμε μοναχό και δεν σε δίδαξε ότι πρέπει να παίρνης από τους αδελφούς το πανώρασο και να τους λες: ευχηθήτε ή καθίστε;». Και τους αποκρίνεται: «Ο Ιωάννης ο αμαρτωλός δεν ευκαιρεί για τέτοια».
Του Αββά Ισιδώρου της Σκήτης
α΄. Έλεγαν για τον Αββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο της Σκήτης, ότι, αν είχε τινάς αδελφό αντίλογο και ασθενή ή ολίγωρο ή υβριστή και ήθελε να τον αποδιώξη, έλεγε: «Ας μου τον φέρετε έμενα». Και τον έπαιρνε κοντά του και με τη μακροθυμία του τον έσωζε.
β΄. Ένας αδελφός τον ρώτησε, λέγοντας: «Γιατί οι δαίμονες σε φοβούνται τόσο πολύ;». Του άπαντα ο γέρων: «Γιατί, αφ’ ότου έγινα μοναχός, προσπαθώ να μη αφήνω την οργή να ανεβή στα χείλη μου».
γ΄. Έλεγε πάλι, ότι είχε σαράντα χρόνια, οπού, ενώ αισθανόταν την κατά διάνοιαν αμαρτία, ποτέ δεν είχε συγκατατεθή ούτε σε επιθυμία ούτε σε θυμό.
δ'. Είπε πάλι: «Εγώ, όταν ήμουν νεώτερος και έμενα στο κελλί μου, μέτρο συνάξεως δεν είχα. Η νύχτα και η μέρα μου ήταν σύναξη».
ε'. Είπε ο Αββάς Ποιμήν για τον Αββά Ισίδωρο, ότι έπλεκε δεμάτι ζεμπιλιών κάθε νύχτα. Και τον παρακαλούσαν οι αδελφοί, λέγοντας: «Ανάπαυσε τον εαυτό σου λίγο, γιατί πλέον γήρασες». Και τους έλεγε: «Αν έκαιαν τον Ισίδωρο και τη στάχτη του στον άνεμο σκόρπιζαν, ούτε και τότε δεν θα είχα τίποτε στο ενεργητικό μου, γιατί ο Υιός του Θεού ήλθε εδώ για μας».
στ'. Ο ίδιος είπε για τον Αββά Ισίδωρο, ότι του έλεγαν οι λογισμοί: «Είσαι μεγάλος άνθρωπος». Και τους αποκρινόταν: «Μήπως είμαι ίσος με τον Αββά Αντώνιο; Ή έφτασα καθόλου τα μέτρα του Αββά Παμβώ και των λοιπών πατέρων, οπού ευαρέστησαν στον Θεό;». Και αυτά παρεισάγοντας, εύρισκε ειρήνη. Και όταν οι νοητοί εχθροί πήγαιναν να τον κάμουν να λιγοψυχήση, ότι δήθεν υστέρα από όλα αυτά επρόκειτο να καταλήξη στην κόλαση, τους έλεγε ο ίδιος: «Και στην κόλαση να βρεθώ, πάλι από κάτω μου θα σας έχω».
ζ΄. Είπε ο Αββάς Ισίδωρος: «Πήγα κάποτε στην αγορά να πουλήσω κάτι αντικείμενα. Και βλέποντας την οργή να με πλησιάζη, παράτησα τα αντικείμενα εκείνα και έφυγα».
η'. Πήγε κάποτε ο Αββάς Ισίδωρος στον Αββά Θεόφιλο, τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας. Και σαν γύρισε στη Σκήτη, τον ρώτησαν οι αδελφοί: «Πώς είναι η πόλη;». Και εκείνος τους αποκρίθηκε: «Σας βεβαιώνω, αδελφοί, εγώ πρόσωπο ανθρώπου δεν είδα, παρά μονάχα του Αρχιεπισκόπου». Εκείνοι δε, ακούοντάς τον, ταράχθηκαν και είπαν: «Τους κατάπιε η γη, Αββά;». Και αυτός είπε: «Όχι, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Αλλά δεν με νίκησε ο λογισμός να δω κάποιον». Και εκείνοι, ακούοντας, θαύμασαν και στηρίχτηκαν, για να φυλάγωνται και να μη σηκώνουν ψηλά τα μάτια τους.
δ'. Ο ίδιος Αββάς Ισίδωρος είπε: «Η σύνεση των αγίων αυτή είναι, να έχουν επίγνωση του θείου θελήματος. Γιατί όλα τα κατορθώνει ο άνθρωπος στην υπακοή της αλητείας, όντας πλασμένος κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού. Και από όλα τα πνεύματα φοβερώτερο είναι το να ακολουθή τινάς την καρδιά του, ήγουν τον δικό του λογισμό και όχι τον νόμο του Θεού. Και ύστερα πέφτει σε πένθος, επειδή δεν γνώρισε το μυστήριο ούτε βρήκε την οδό των αγίων για να εργάζεται σ’ αυτή. Τώρα λοιπόν, καιρός του ποιήσαι τω Κυρίω, γιατί η σωτηρία είναι στον καιρό της θλίψεως. Το λέγει και η η γραφή: Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)