ΌΤΑΝ ΗΜΟΥΝ νέος, διηγούνταν μια μέρα στους μαθητές του ένας από τους μεγάλους Πατέρες της ερήμου, πολεμήθηκα από κάποιο πάθος ψυχικό. ακουγα συχνά τους αδελφούς να λένε πως ο Αββάς Ζήνων ήταν καλός Πνευματικός και ωφελούσε πολύ με τις συμβουλές του όσους εξομολογούνταν σ’ αυτόν. Σκέφτηκα πολλές φορές να πάω κι εγώ να εξομολογηθώ το πάθος μου, αλλά με εμπόδιζε η ντροπή.
- Ξέρεις τί πρέπει να κάνεις, μου έλεγε ο λογισμός μου. Γιατί λοιπόν να φανερώνεις και σε άλλους τα κρυφά σου;
Άλλοτε πάλι που ξεκινούσα με την απόφαση να εξομολογηθώ, ένιωθα ανακούφιση από τον πολεμο, τέχνασμα κι αυτό του διαβόλου, για να μ’ εμποδίσει από την μοναδική γιατρειά. Είχα πάει πολλές φορές ως το κελλί του Γέροντα, μα πάντα γύριζα πίσω άπρακτος. Εκείνος με καταλάβαινε, αλλά περίμενε να ταπεινωθώ και να ομολογήσω μόνος το πάθος μου. Ίσως να έκανε και πολλή προσευχή για μένα, γιατί μια μέρα που πολεμήθηκα πολύ είπα στον εαυτό μου:
- Έχεις, ταλαίπωρε, κοντά σου τον γιατρό και μένεις ακόμη αγιάτρευτος, ενώ τόσοι και τόσοι έρχονται από μακριά και ωφελούνται.
Έτσι, λύγισε η καρδιά μου και ξεκίνησα, με την απόφαση να εξομολογηθώ χωρίς αναβολή. Από τον δρόμο όμως άρχισαν πάλι οι δισταγμοί;
- Αν βρω μόνο του τον Γέροντα, θα πω πως είναι θέλημα Θεού να εξομολογηθώ και θα τα φανερώσω όλα. Αν όμως έχει επισκέπτες, θα γυρίσω πίσω και δεν θα εξομολογηθώ ποτέ.
Βρήκα μόνο του τον Γέροντα. Με υποδέχτηκε όπως πάντα με μεγάλη καλοσύνη. Μ’ έβαλε να καθίσω κοντά του και μου έδωσε χρήσιμες συμβουλές. Εγώ, στο μεταξύ, κυριεύτηκα πάλι από την καταραμένη ντροπή. Έκλεισα το στόμα μου και δεν έβγαζα λεξη. Όταν έπαψε κι εκείνος να μιλά, σηκώθηκα να φύγω. Σηκώθηκε κι εκείνος να με συνοδέψει ως την πόρτα και πήγαινε μπροστά. Τον ακολουθούσα με αργό βήμα, ήμουν αξιοθρήνητος από την πάλη που γινόταν μέσα μου. Γύρισε μια στιγμή το κεφάλι τον ο Γέροντας και, βλεποντάς με να βασανίζομαι έτσι, με λυπήθηκε. Ήρθε κοντά μου κι ακουμπώντας το ευλογημένο χέρι του στο στήθος μου μου είπε με συμπάθεια:
- Τί έχεις, παιδί μου, και βασανίζεσαι; Φανέρωσε τον πόνο σου. Άνθρωπος ομοιοπαθής είμαι κι εγώ.
Νόμιζα την στιγμή εκείνη πως χώρισε στα δύο η καρδιά μου. Επεσα στα πόδια του και τα έβρεξα με τα δακρυά μου.
- Ελέησε με, Αββά, του έλεγα ανάμεσα στα αναφιλητά μου.
- Πες μου, τί έχεις;
- Δεν καταλαβαίνεις τάχα, Αββά, γιατί βασανίζομαι;
- Εσύ ο ίδιος πρέπει να το φανερώσεις, για να βρεις ανακούφιση.
Με πολλή συστολή εξομολογήθηκα το πάθος μου.
- Γιατί τόσο καιρό δεν μου το φανέρωσες; μου είπε με συμπόνια. Δεν είναι τρία χρόνια τώρα που έρχεσαι εδώ μ’ αυτούς τους λογισμούς και διστάζεις να τους εξομολογηθείς;
- Ναι, Αββά, του είπα. αλλά βοήθησέ με, για την αγάπη του Κυρίου.
Με σήκωσε επάνω με καλοσύνη.
- Δεν είναι τίποτε, μου είπε, θα περάσει. Μην παραμελείς την προσευχή σου και μην αφήσεις τον λογισμό σου να κατακρίνει άλλον άνθρωπο.
Γύρισα στο κελλί μου μ’ έλαφρωμένη καρδιά. Είχα απαλλαχθεί από το πάθος.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.120-122)