Ο ηγούμενος της Ι. Μονής Γρηγορίου Αθανάσιος ήταν ονομαστός και για τη σύνεση του. Οι κεραίες του νου του δούλευαν άψογα και συνελάμβαναν καθαρά τα διάφορα κύματα που εξέπεμπε το περιβάλλον του.
Πολλές ενέργειες των υποτακτικών του, πλάγιες και καλυμμένες, τις διέκρινε και τις λύγιζε αλάθητα. Το μάτι του προχωρούσε πίσω από την αθώα επιφάνεια και έπιανε τη γυμνή και ένοχη πραγματικότητα. Έτσι μπορούσε εν συνεχεία, μετά την επιτυχημένη διάγνωση, να προβή και στην κατάλληλη επέμβαση. Ο εξαιρετικός τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε τέτοιες καταστάσεις μας δημιουργεί εκπλήξεις. Θαυμάζουμε το μεγαλείο της ποιμαντικής του δεξιοτεχνίας. Στη διήγηση που ακολουθεί, είναι καθαρά αποτυπωμένη η σφραγίδα της κυβερνητικής του σοφίας.
Κάποια νύχτα ο πειρασμός ψιθύρισε στ’ αυτιά του π. Ι., του πρώτου εκκλησιαστικού της μονής, λόγια δελεαστικά :
-Πάλι θα ξυπνήσης τα μεσάνυχτα να χτυπήσης τα σήμαντρα; Πάλι θα διακόψης τον γλυκό ύπνο; Κάθε νύχτα θα υποβάλλεσαι σ’ αυτήν την ταλαιπωρία; Κουράστηκες πια! Ας χτυπήση τα ξύλα ο δεύτερος εκκλησιαστικός. Πες πως είσαι άρρωστος. Δώσε λίγη ανάπαυση στο σώμα σου. Χόρτασε μια φορά τον ύπνο.
Μετά από λίγη ώρα ακούγεται η φωνή του άλλου εκκλησιαστικού.
-Π.Ι., τί συμβαίνει; Γιατί αυτή η καθυστέρηση; Η ώρα πέρασε.
-Δεν μπορώ, αδελφέ μου! Δεν αισθάνομαι καλά. Είμαι άρρωστος. Χτύπα τα εσύ τα ξύλα.
Όταν ακούστηκε και το τρίτο ξύλο, το « τρίκρουσμα», οι μοναχοί κατέλαβαν τα στασίδια τους και η ακολουθία άρχισε. Ο π. Ι., νικημένος από τον δαίμονα της ακηδίας, βυθίστηκε σαν παράλυτος μέσα στο πέλαγος του ύπνου « ωσεί μόλυβδος εν ύδατι σφοδρώ». Αυτή τη νύχτα – έτσι υπελόγιζε- θα απολάμβανε ξεκούραση.
Ο δεύτερος εκκλησιαστικός ανέφερε τα καθέκαστα στον γέροντα. Κι εκείνος, με την καθαρότητα του νου του αντιλήφθηκε ότι δεν επρόκειτο για αρρώστια, αλλά για κάτι διαφορετικό. Δεν θα έπρεπε ν’ αφήση το πράγμα απαρατήρητο. Η επέμβαση ήταν επιβεβλημένη, ώστε να χτυπηθή το κακό στην αρχή του, να φονευθή ο εχθρός στη νηπιακή του ηλικία.
Δεν άργησε να καταστρώση το σχέδιο της αντιμετωπίσεως. Σχέδιο πρωτότυπο στο είδος του, που ποτέ δεν το περίμενε ο « άρρωστος» μοναχός.
Πολλοί πατέρες μέσα στο ναό παραξενεύθηκαν που είδαν μερικούς ιερείς, ντυμένους με τα άμφια τους, να βγαίνουν έξω. Πού να πήγαιναν άραγε; Πού αλλού παρά στο κελλί του π. Ι.
-Ήρθαμε να σου κάνουμε έναν αγιασμό και ένα ευχέλαιο για την υγεία σου, του είπαν.
Εκείνος, σαστισμένος από το απρόοπτο αυτό, θέλοντας και μη παρακολουθούσε ξαπλωμένος την τέλεση του αγιασμού. Ένιωθε πολύ άσχημα με την όλη υπόθεση. Θα ήταν καλύτερα να τον άφηναν ήσυχο και ανενόχλητο. Στο μεταξύ, ενώ η τελετή προχωρούσε, άρχισε η συνείδηση του να διαμαρτύρεται. Η δυσαρέσκεια και η ανησυχία κατέκλυσαν τον ψυχικό του κόσμο. Φοβήθηκε μήπως εξ αιτίας του εμπαίζονται τα θεία. Η τελευταία αυτή σκέψη τού έφερε μεγάλη αναταραχή.
Σε λίγο τελείωσε ο αγιασμός και επρόκειτο να αρχίση το ευχέλαιο! Τότε, μη αντέχοντας άλλο, πετάχτηκε ταραγμένος από το κρεβάτι.
-Όχι! Όχι, πατέρες! Μην κάνετε ευχέλαιο. Φθάνει. Μου πέρασαν όλα. Καλά είμαι! Κατεβαίνω αμέσως στην ακολουθία. Δεν έχω τίποτε.
Αυτό ήταν όλο. Πού να τολμήση άλλη φορά να συγκατατεθή στις προτάσεις του πειρασμού! Πώς να αποφασίση στο εξής να κάνη τον ψευτοάρρωστο!
Από το άλλο μέρος δεν μπορούσε παρά να θαυμάση την ποιμαντική τέχνη του γέροντα του. Η διάγνωση, η επέμβαση, η εκτέλεση του σχεδίου, όλα υπήρξαν σοφά και τέλεια. Παρ’ όλο που ο γέροντας ήταν ένας αγράμματος άνθρωπος, χωρίς σπουδές και πτυχία.
( Αθανάσιος Γρηγοριάτης)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.234-237)