Του Αββά Ισιδώρου του Πηλουσιώτη
α΄. Έλεγε ο Αββάς Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης: «Βίος χωρίς λόγια είναι πιο ωφέλιμος από λόγια χωρίς βίο. Ο ένας μεν και σιγώντας ωφελεί. Ο δε και φωνάζοντας ζημιώνει. Αν όμως και λόγια και βίος συμπίπτουν, αποτελούν άκρας φιλοσοφίας κατόρθωμα».
β΄. Ο ίδιος έλεγε: «Τις αρετές να τιμάς. Και να μη επιδιώκης την καλοπέραση. Γιατί οι μεν είναι πράγμα αθάνατο. Ενώ η άλλη εύκολα χάνεται».
γ'. Είπε πάλι: «Πολλοί άνθρωποι ορέγονται μεν την αρετή, άλλα δεν βρίσκουν το σθένος να πάρουν τον δρόμο οπού οδηγεί σ’ αυτή. Άλλοι, πάλι, ούτε τη βλέπουν σαν αρετή. Πρέπει λοιπόν να πείσουμε τους μεν να αποβάλουν την ψυχική τους αδυναμία. Και τους δε να τους διδάξουμε ότι πραγματικά αρετή είναι η αρετή».
δ'. Είπε πάλι: «Η κακία και από τον Θεό τους ανθρώπους απεμάκρυνε και μεταξύ τους τούς χώρισε. Αυτήν λοιπόν πρέπει να την αποφεύγουμε με βία και να επιδιώκουμε την αρετή, οπού και στον Θεό οδηγεί και μεταξύ μας μάς ενώνει. Προϋπόθεση δε της αρετής και της ορθοφροσύνης είναι η απλότης με σύνεση».
ε΄. Έλεγε πάλι: «Επειδή μεγάλο είναι της ταπεινοφροσύνης το ύψος και της αλαζονείας το γκρέμισμα, σας συμβουλεύω, εκείνο μεν να το επιδιώκετε, σ΄ αυτό δε να μη καταντήσετε».
στ΄. Είπε πάλι: «Η φοβερή και αδίσταχτη της φιλοχρηματίας αγάπη, κόρο μη γνωρίζοντας, στο έσχατο των κακών σπρώχνει την ψυχή, αφού την κυριεύση. Λοιπόν, από την αρχή-αρχή ας διώξουμε τέτοια αγάπη. Γιατί, αν κυριαρχήση μέσα μας, δεν κατανικάται».
Του Αββά ’Ισαάκ,
του πρεσβυτέρου των Κελλιών
α'. Ήλθαν κάποτε να κάμουν τον Αββά Ισαάκ πρεσβύτερο. Και ακούοντάς το, έφυγε στην Αίγυπτο. Και πήγε σ’ ένα χωράφι και κρύφθηκε ανάμεσα στα σπαρτά. Τον πήραν λοιπόν από πίσω οι πατέρες. Και φτάνοντας σ’ εκείνο το χωράφι, σταμάτησαν για να ξεκουρασθούν λίγο εκεί. Γιατί είχε πέσει η νύχτα. Και άφησαν τον όνο να βόσκη. Φεύγοντας λοιπόν το ζώο, πήγε και στάθηκε απέναντι στον γέροντα. Και το πρωί, αναζητώντας το υποζύγιο, βρήκαν και τον Αββά Ισαάκ. Και θαύμασαν. Θέλοντας δε να τον δέσουν, δεν τους άφησε, λέγοντας: «Δεν φεύγω πλέον. Θέλημα θεού είναι. Και όπου και αν φεύγω, στο ίδιο έρχομαι».
β'. Είπε ο Αββάς Ισαάκ: «Όταν ήμουν νεώτερος, έμενα μαζί με τον Αββά Κρόνιο. Και ποτέ δεν μου είπε να κάμω κάτι, παρ’ όλο ότι έτρεμε από τα γηρατειά. Αλλά μόνος του σηκωνόταν και πρόσφερνε το κανάτι σ’ εμένα και στους άλλους επίσης. Και με τον Αββά Θεόδωρο της Φέρμης έμεινα και ούτε αυτός μου έλεγε να κάμω τίποτε. Αλλά και το τραπέζι ο ίδιος έστρωνε και έλεγε: Αδελφέ, αν θέλης, έλα να φας. Και εγώ του έλεγα: Αββά, ήλθα σ΄ εσένα για να ωφεληθώ. Γιατί λοιπόν δεν μου λες κάτι να κάμω; Ο δε γέρων πάντα σιωπούσε. Και έφυγα και το ανεκοίνωσα στους γέροντες. Πήγαν οι γέροντες σ΄ αυτόν και του είπαν: Αββά, ήλθε ο αδελφός στην αγιωσύνη σου για να ωφεληθή. Γιατί λοιπόν δεν του λες τίποτε να κάμη; Και τους αποκρίνεται ο γέρων: Αλλά μήπως είμαι κοινοβιάρχης, για να του ορίσω να κάμη κάτι; Τίποτε δεν του λέγω εγώ, βέβαια. Αλλά αν θέλη, ό,τι με βλέπει να κάνω, ας το κάνει και αυτός. Από τότε λοιπόν, προλάβαινα και έκανα κάθετι οπού επρόκειτο ο γέρων να κάνη. Εκείνος δε, αν κάτι έκανε, σιωπώντας το έκανε. Και αυτό με δίδαξε, να κάνω ό,τι κάνω με σιωπή».
γ'. Ο Αββάς Ισαάκ και ο Αββάς Αβραάμ έμεναν μαζί. Και μπαίνοντας ο Αββάς Αβραάμ, βρήκε τον Αββά Ισαάκ να κλαίη. Και του λέγει: «Τί κλαίς;». Και είπε ο γέρων: «Και γιατί να μη κλαίμε; Πού μπορούμε να πάμε τώρα; Κοιμήθηκαν οι πατέρες μας. Δεν μας αρκούσε το εργόχειρο για τα ναύλα οπού δίναμε στα πλοία, όταν φεύγαμε για να επισκεφθούμε τους γέροντες. Τώρα λοιπόν απωρφανισθήκαμε. Γι΄ αυτό και εγώ κλαίω».
δ . Είπε ο Αββάς Ισαάκ: «Ξέρω αδελφό οπού θέριζε σε χωράφι και θέλησε να φάγη στάχυ σιταριού. Και είπε στον κύριο του χωραφιού: Μ’ αφήνεις να φάω ένα στάχυ σιταριού; Και εκείνος, ακούοντας, θαύμασε και του είπε: Δικό σου είναι το χωράφι, πάτερ, και μένα ρωτάς;
Έως αυτό το σημείο έκανε με ακρίβεια ο αδελφός το καθετί.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)