ε’ . Είπε πάλι στους αδελφούς: «Μη φέρνετε εδώ πολύ νέους. Γιατί τέσσερις μοναχικοί οικισμοί σε Σκήτη ερημώθηκαν εξαιτίας τους».
στ'. Έλεγαν για τον Αββά Ισαάκ, ότι τη στάχτη από το θυμίαμα της Θείας Λειτουργίας την έτρωγε μαζί με το ψωμί του.
ζ ’.Έλεγε ο Αββάς Ισαάκ στους αδελφούς: «Οι πατέρες μας και ο Αββάς Παμβώ φορούσαν παλιά χιλιομπαλωμένα ρούχα και καμωμένα από φλούδα χουρμά. Τώρα δε, φοράτε ακριβά. Πηγαίνετε παρά κάτω. ’Έχετε ερημώσει τα εδώ». Και όταν επρόκειτο να πηγαίνουν στον θερισμό, τους έλεγε: «Δεν σας δίνω πλέον εντολές. Γιατί δεν τις τηρείτε».
η'. Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες, ότι ήλθε κάποτε ένας από τους αδελφούς, φορώντας μικρό κουκούλι, στην εκκλησία των Κελλιών, όταν ήταν εκεί ο Αββάς Ισαάκ. Και τον έδιωξε ο γέρων, λέγοντας, ότι εκεί είναι τόπος μοναχών και εκείνος, όντας κοσμικός, δεν μπορούσε να μείνη.
θ'. Είπε ο Αββάς Ισαάκ: «Ουδέποτε έμπασα στο κελλί μου λογισμό εναντίον αδελφού οπού με έθλιψε. Και ο ίδιος φρόντιζα να μην αφήνω αδελφό στο κελλί του, οπού να έχη λογισμό εναντίον μου».
Ι΄. Έπεσε σε σοβαρή αρρώστια ο Αββάς Ισαάκ και χρόνισε σ’ αυτή. Του έφτιαξε δε ο αδελφός λίγη κουρκούτη και της πρόσδεσε δαμάσκηνα. Αλλά ο γέρων δεν ήθελε να γευθή. Και ο αδελφός τον παρακαλούσε, λέγοντας:
«Πάρε λίγο, Αββά, για την αρρώστια». Και Του απαντά ο γέρων: «Σε βεβαιώνω, αδελφέ, θα ήθελα να κάμω σ’ αυτή την αρρώστια τριάντα χρόνια».
ια'. Έλεγαν για τον Αββά Ισαάκ, ότι, σαν επρόκειτο να τελευτήση, συνάχθηκαν γύρω του οι γέροντες και έλεγαν: «Τί θα κάμουμε, πάτερ, σαν μας φύγης;». Και εκείνος τους είπε: «Κοιτάξετε πώς έζησα ενώπιον σας.
Αν θέλετε και σεις να ακολουθήσετε και να τηρήσετε τις εντολές του Θεού, στέλνει τη χάρη του και φυλάει αυτόν τον τόπο. Αν όμως δεν τις τηρήσετε, δεν θα μείνετε σ’ αυτόν τον τόπο. Γιατί και εμείς, όταν επρόκειτο να πεθάνουν οι πατέρες μας, νοιώθαμε λύπη. Αλλά, τηρώντας τις εντολές του Κυρίου και τις δικές τους παραγγελίες, σταθήκαμε σαν να ήταν και εκείνοι μαζί μας. Έτσι και σεις να κάμετε και σώζεστε».
ιβ'. Ιστορούσε ο Αββάς Ισαάκ ότι ο Αββάς Παμβώ έλεγε: «Τέτοιο πρέπει να φορά ο μοναχός ιμάτιο, ώστε, αν το αφήση έξω από το κελλί του επί τρεις μέρες, κανείς να μη το πάρη».
Του Αββά Ιωσήφ, οπού ήταν στην Πανεφώ
α’ . Ανέβηκαν κάποτε μερικοί πατέρες στον Αββά Ιωσήφ, στην Πανεφώ, για να τον ρωτήσουν σχετικά με τους αδελφούς οπού φιλοξενούσαν στον τόπο τους, αν έπρεπε να συγκαταβαίνουν και να τους μιλούν ελεύθερα. Και πριν ερωτηθή, είπε ο γέρων στον μαθητή του: «Κοίταξε να καταλάβης αυτό οπού θα κάμω σήμερα και δείξε υπομονή». Και έβαλε ο γέρων δυο μαξιλαράκια, ένα από τα δεξιά του και ένα από τα αριστερά του, και είπε: «Καθίστε». Και εισήλθε στο κελλί του και φόρεσε ιμάτια επαιτικά. Και βγαίνοντας, πέρασε ανάμεσά τους. Και πάλι μπαίνοντας, φόρεσε τα δικά του ιμάτια. Και βγαίνοντας πάλι, κάθισε ανάμεσά τους. Αυτοί δε απόρησαν με το τί έκαμε ο γέρων. Και τους είπε: «Καταλάβατε τι έκαμα;». Λένε: «Ναι». Τους λέγει: «Μήπως έγινα άλλος επειδή φόρεσα ρούχο εξευτελιστικό;». Του λένε: Όχι». Και τότε τους λέγει: Αφού λοιπόν ο ίδιος είμαι και με τα δυο είδη αμφιέσεως, όπως το πρώτο δεν με άλλαξε, έτσι και το δεύτερο δεν με έβλαψε. ’Ετσι πρέπει να κάνουμε στην υποδοχή των ξένων αδελφών, κατά το άγιο Ευαγγέλιο όπου λέγει: Δότε τα καίσαρος καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ. Όταν λοιπόν είναι παρόντες αδελφοί, ας τους δεχόμαστε μιλώντας ελεύθερα. Όταν όμως είμαστε ολομοναχοί, έχουμε ανάγκη του πένθους να παραμείvη σ’εμάς». Και εκείνοι, ακούοντας, θαύμασαν, όπου τους είπε ακόμη και όσα είχαν στην καρδιά τους, πριν τον ρωτήσουν. Και δόξασαν τον Θεό.
β . Είπε ο Αββάς Ποιμήν στον Αββά Ιωσήφ: «Πες μου, πώς θα γίνω μοναχός;». Και του αποκρίθηκε: Αν θέλης να βρής ανάπαυση και εδώ και εκεί, σε κάθε περίσταση λέγε: Εγώ ποιος είμαι; Και μη κρίνεις τον άλλο».
γ'. Ο ίδιος πάλι ρώτησε τον Αββά Ιωσήφ, λέγοντας: «Τί να κάμω όταν πλησιάζουν τα πάθη; Να τους αντισταθώ ή να τα αφήσω να εισέλθουν;». Του λέγει ο γέρων: Αφησέ τα να εισέλθουν και πολέμησε μαζί τους». Γύρισε λοιπόν στη Σκήτη και έμενε εκεί. Και ήλθε ένας από τους Θηβαίους στη Σκήτη και έλεγε στους αδελφούς: «Ρώτησα τον Αββά Ιωσήφ, λέγοντας: Αν με πλησιάση κανένα πάθος, να του αντισταθώ ή να το αφήσω να εισέλθη;». Και μου είπε: «Μη αφήσης καθόλου να εισέλθουν τα πάθη, αλλά ευθύς ξέκοψέ τα». Ακούοντας δε ο Αββάς Ποιμήν ότι έτσι είπε στον Θηβαίο ο Αββάς Ιωσήφ, σηκώθηκε, πήγε σ’ αυτόν, στην Πανεφώ, και του λέγει: «Αββά, εγώ σου εμπιστεύτηκα τους λογισμούς μου. Και να, αλλοιώς μίλησες σ’ εμένα και αλλοιώς στον Θηβαίο». Του αποκρίνεται ο γέρων: «Δεν ξέρεις ότι σε αγαπώ;». Και είπε: «Ναι». «Δεν μου έλεγες συ : Μίλησέ μου σαν να μιλούσες στον εαυτό σου;». Και είπε: «Έτσι είναι». Του λέγει τότε ο γέρων: Αν εισέλθουν τα πάθη και τα αντιμετωπίσης, θα σε κάμουν δοκιμώτερο. Εγώ λοιπόν σου μίλησα σαν στον εαυτό μου. Υπάρχουν όμως κι άλλοι ,οπού ούτε να τους πλησιάσουν τα πάθη δεν συμφέρει. Αλλά έχουν ανάγκη ευθύς να τα ξεκόψουν.
δ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ιωσήφ, λέγοντας:« Τί να κάμω; Γιατί, ούτε να κακοπαθήσω μπορώ ούτε να εργαστώ και να δώσω αγάπη». Του λέγει ο γέρων: Αν δεν μπορής τίποτε απ’ αυτά να κάμης, τουλάχιστο φύλαξε τη συνείδηση σου από κάθε κακό απέναντι του πλησίον σου. Και σώζεσαι».
ε’. 'Έλεγε ένας από τους αδελφούς, ότι πήγα κάποτε στον Αββά Ιωσήφ. Και είχε στο Μοναστήρι πολύ ωραία συκάμινα. Και μού λέγει πρωί πρωί: «Πήγαινε, φάγε». ‘Ήταν δε Παρασκευή. Και δεν πήγα, εξαιτίας της νηστείας. Αλλά τον παρακάλεσα και του είπα: «Για χάρη Του Θεού, εξήγησέ μου αυτόν τον λογισμό. Συ μου είπες να πάω και να φάγω. Αλλά εγώ, εξαιτίας της νηστείας, δεν πήγα και ντρεπόμουν για την εντολή σου, με τη σκέψη τί νόημα είχαν τα λόγια του γέροντος. Τί έπρεπε λοιπόν να κάμω, αφού μου έλεγες να πάω;». Και εκείνος είπε: «Οι πατέρες από την αρχή δεν λέγουν στους αδελφούς το ορθό, αλλά μάλλον τα στρεβλά. Και αν δουν ότι κάνουν τα στρεβλά, δεν τους λέγουν πλέον τα στρεβλά, αλλά την αλήθεια. Γιατί ξέρουν, ότι σε όλα είναι υπάκουοι».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)