ΈΝΑΣ νέος μοναχός πολεμήθηκε από σαρκική επιθυμία και πήγε να εξομολογηθει σε κάποιο Γέροντα Ερημίτη. Εκείνος όμως, ασυνήθιστος να δεχεται λογισμούς από άλλους, μόλις άκουσε την εξομολόγηση του νέου, ταράχτηκε, αγανάκτησε και τον έλεγε ανάξιο του μοναχικού βίου.
Ο μοναχός έχασε τελείως το θάρρος του, ακούγοντας τον Ερημίτη να εκφράζεται έτσι, έπεσε σε απόγνωση κι αποφάσισε να γυρίσει πίσω στον κόσμο. Στον δρόμο συνάντησε τον Αββά Απολλώ, που είχε φήμη έμπειρου Πνευματικού. Με μια ματιά που του έριξε ο Γέροντας, κατάλαβε την ταραχή της ψυχής του.
- Γιατί είσαι θλιμμένος, παιδί μου; τον ρώτησε με καλοσύνη.
Ο αδελφός δεν έδωσε απόκριση. Ο Αββάς Απολλώς όμως επέμενε να τον ρωτά με τόσο ενδιαφέρον, που στο τέλος λύγισε και του εξομολογήθηκε τον πολεμό του και την απελπισία που του είχαν φέρει τα λόγια του Ερημίτη.
- Γιατί απελπίζεσαι, παιδί μου; του είπε τότε ο Γέροντας. Εγώ σ΄αυτή την ήλικία ακόμη πειράζομαι από τέτοιες επιθυμίες. Γύρισε πίσω στο κελλί σου και συνέχισε με θάρρος τον αγώνα σου. Η φιλανθρωπία του Θεού δεν θα σ’ αφήσει αβοήθητο.
Τα παρηγορητικά λόγια του καλού πνευματικού ιατρού αναπτέρωσαν τις ελπίδες του απελπισμένου. Γύρισε στο κελλί του, αποφασισμένος να συνεχίσει τον αγώνα του, ώσπου να τον επισκεφθεί η Χάρη, για να τον απαλλάξει από τον πολεμό του.
Αφού πρόλαβε την καταστροφή του νέου, θέλησε ο Αββάς Απολλώς να διορθώσει και του Ερημίτη την απειρία. Πήγε έξω από το κελλί του και προσευχήθηκε στον Θεό να παραχωρήσει να έρθει και σ’ αυτόν ο ίδιος πόλεμος.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την προσευχή του κι είδε μπροστά του έναν πανύψηλο άραπη να ρίχνει βέλη πύρινα εναντίον του γέρου Ερημίτη. Εκείνος αμέσως άρχισε να στριφογυρίζει σαν μεθυσμένος, από την άλογη επιθυμία. Άπειρος καθώς ήταν σε παρόμοιο αγώνα, συγχύστηκε και, μην μπορώντας πολύ ν’ αντεξει, πήρε τον ίδιο δρόμο για την πολιτεία, που πριν από λίγο είχε τραβήξει ο νέος. Ο Αββάς Απολλώς όμως τον πρόφθασε.
- Που πηγαίνεις τόσο συγχυσμένος, αδελφέ; τον ρώτησε. Εκείνος από την ντροπή του δεν σήκωσε κεφάλι ν’ απαντήσει.
- Γύρισε στο κελλί σου, του είπε τότε επιτιμητικά ο Γέροντας, κι έχε τον εαυτό σου αγνοημένο από τον διάβολο. Δεν σου δόθηκε ευκαιρία να παλέψεις μαζί του, γι’ αυτό ούτε μιας ημέρας πειρασμό δεν κατόρθωσες να υπομείνεις. Και άλλη φορά μην επιχειρήσεις να συμβουλέψεις άλλον, άφού ο ίδιος είσαι άπειρος και αδίδαχτος.
Αφού τον συμβούλεψε όσο έπρεπε, έκανε προσευχή στον Κύριο ο Γέροντας, κι αμέσως απαλλάχτηκε από τον πολεμο ο Ερημίτης.
- Πήγαινε τώρα στο κελλί σου, του είπε, και παρακάλεσε τον Θεό να σου χαρίζει σύνεση.
ΣΕ ΠΡΟΣΩΠΟ που η συνείδησή σου δεν σε πληροφορεί, συμβουλεύει ο Αββάς Ποιμήν, μην εμπιστεύεσαι την εξομολόγησή σου.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.122-123)