ΜΗ ΚΡΊΝΕΤΕ, ΊΝΑ ΜΗ ΚΡΙΘΗΤΕ
Πώς φθάνουμε στην κατάκριση
- Γέροντα, γιατί πέφτω συχνά στην κατάκριση;
- Επειδή ασχολείσαι πολύ με τους άλλους. Περιεργάζεσαι τις αδελφές και θέλεις από περιέργεια να μαθαίνης τί κάνει η μιά, τί κάνει η άλλη· έτσι μαζεύεις υλικό, για να έχη το ταγκαλάκι να εργάζεται και να σε ρίχνη στην κατάκριση.
- Γιατί, Γέροντα, ενώ πρώτα δεν έβλεπα τα ελαττώματα των άλλων, τώρα τα βλέπω και κατακρίνω;
- Τώρα βλέπεις τα ελαττώματα των άλλων, γιατί δεν βλέπεις τα δικά σου.
- Από που προέρχονται, Γέροντα, οι λογισμοί κατακρίσεως;
- Από την ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας - δηλαδή από την υπερηφάνεια - και από την τάση να δικαιολογούμε τον εαυτό μας.
- Γέροντα, η κατάκριση έχει έλλειψη αγάπης;
- Έμ, τί έχει; Και έλλειψη αγάπης έχει και αναίδεια έχει. Όταν δεν έχης αγάπη, δεν βλέπεις με επιείκεια τα λάθη των άλλων, οπότε τους ταπεινώνεις μέσα σου και τους κατακρίνεις. Πάει μετά το ταγκαλάκι και τους βάζει να κάνουν και άλλο σφάλμα· το βλέπεις εσύ, τους κατακρίνεις πάλι και ύστερα συμπεριφέρεσαι με αναίδεια.
- Μερικές φορές, Γέροντα, με στενοχωρεί η αδελφή με την οποία συνεργάζομαι και την κατακρίνω.
- Που ξέρεις εσύ με πόσα ταγκαλάκια πολεμάει εκείνη την ώρα η αδελφή; Μπορεί να την πολεμούσαν πενήντα δαίμονες, για να την ρίξουν, ώστε να σε κάνουν να πής: «Ά, τέτοια είναι». Ύστερα, όταν δούν ότι την κατέκρινες, θα έρθουν πεντακόσιοι δαίμονες να την ρίξουν πάλι μπροστά σου, για να την κατακρίνης ακόμη περισσότερο. Μπορεί λ.χ. να της πής: «Αδελφή, μη βάζης αυτό το πράγμα εκεί εδώ είναι η θέση του». Την άλλη μέρα θα την κάνη το ταγκαλάκι να ξεχάση τί της είπες και να το βάλη πάλι στην ίδια θέση. Θα κάνη και καμμιά άλλη αταξία και θα λές με τον λογισμό σου: «Μά χθές της είπα να προσέξη και σήμερα το έβαλε πάλι εκεί! Έκανε κι άλλη αταξία!». Οπότε την κατακρίνεις και δεν μπορείς να συγκρατηθής και να μη μιλήσης. «Αδελφή, της λές, δεν σού είπα να μη το βάζης εκεί; Αυτό είναι ακαταστασία. Με έχει σκανδαλίσει η συμπεριφορά σου!». Αυτό ήταν! Ο διάβολος έκανε την δουλειά του. Σε έβαλε να την κατακρίνης, αλλά και να ψυχρανθής μαζί της. Και εκείνη, επειδή δεν ξέρει ότι εσύ ήσουν αιτία για την απροσεξία της, θα νιώθη τύψεις που σε σκανδάλισε και θα πέση σε λύπη. Βλέπετε με τί πονηριά εργάζεται το ταγκαλάκι κι εμείς το ακούμε;
Γι’ αυτό προσπαθήστε να μην κρίνετε κανέναν· να κρίνετε μόνον τα ταγκαλάκια πού, ενώ ήταν Άγγελοι, κατήντησαν δαίμονες καί, αντί να μετανοήσουν, γίνονται πιο πονηροί και κακοί και βάλθηκαν με μανία να καταστρέψουν τα πλάσματα του Θεού. Ο πονηρός δηλαδή παρακινεί τους ανθρώπους να κάνουν παραξενιές και αταξίες, και ο ίδιος πάλι βάζει λογισμούς σε άλλους ανθρώπους, για να κρίνουν και να κατακρίνουν, και έτσι νικάει και τους μεν και τους δέ. Και αυτοί μεν που νικούνται και κάνουν αταξίες, αισθάνονται μετά την ενοχή τους και μετανοούν, ενώ οι άλλοι που κατακρίνουν δικαιώνουν τον εαυτό τους, υπερηφανεύονται και καταλήγουν στην ίδια πτώση με τον πονηρό, την υπερηφάνεια.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 101-103)