Πέρασε κάποτε από τον νου του Μ. Αντωνίου η σκέψη σε τίνος τάχα αγίου τα μέτρα να είχε φτάσει. Ο Θεός όμως, που ήθελε να του ταπεινώση τον λογισμό, του φανέρωσε μιά νύχτα στ’ όνειρο του πως καλύτερος του ήταν ο τσαγκάρης που είχε ένα μικρομάγαζο σ’ ένα παράμερο δρόμο της Αλεξάνδρειας!
Μόλις ξημέρωσε, ο όσιος πήρε το ραβδί του και ξεκίνησε για την πόλη. Ήθελε να γνωρίση από κοντά τον τσαγκάρη και να δη τις αρετές του. Με πολλή δυσκολία ανακάλυψε το μαγαζάκι του. Μπήκε μέσα, κάθησε στο πλάι του, στον πάγκο, κι άρχισε να τον ρωτά για τη ζωή του.
Ο απλοϊκός άνθρωπος δεν μπορούσε να φανταστή ποιος ήταν εκείνος ο καλόγερος, που ήρθε τόσο ξαφνικά να τον επισκεφθή και, χωρίς να πάρη τα μάτια του από το παπούτσι που μπάλωνε, του αποκρίθηκε αργά – αργά με ηρεμία:
-Δεν ξέρω, αββά μου, να έχω κάνει ποτέ κανένα καλό. Κάθε πρωί σηκώνομαι, κάνω την προσευχή μου κι αρχίζω τη δουλειά μου. Λέω όμως πρώτα στον λογισμό μου, πως όλοι οι άνθρωποι σ’ αυτή την πόλη, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο, θα σωθούν, και μόνον εγώ θα καταδικαστώ για τις πολλές μου αμαρτίες. Κι όταν το βράδυ πάω να πλαγιάσω, πάλι το ίδιο συλλογίζομαι.
Ο όσιος σηκώθηκε με θαυμασμό, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε με συγκίνηση:
-Εσύ, αδελφέ μου, σαν καλός έμπορος, κέρδισες τον πολύτιμο μαργαρίτη άκοπα. Εγώ γέρασα στην έρημο. Ίδρωσα και κοπίασα, μα δεν έφτασα στην ταπείνωση σου.
( Γεροντικόν)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι.Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.242-243)