Στη γυναικεία μονή της Ταβέννης, που μόναζαν την εποχή εκείνη περισσότερες από τετρακόσιες μοναχές, έλαμψε με την αρετή της η παρθένος Ισιδώρα. Αυτή η μακαρία υποκρινόταν τη σαλή για την αγάπη του Χριστού. Εξευτέλιζε κάθε μέρα τον εαυτό της. Φορούσε κουρέλια. Έκανε τις πιο ταπεινωτικές δουλειές του μοναστηριού. Εξυπηρετούσε σαν αγορασμένη δούλη όλες τις αδελφές χωρίς καμμιά εξαίρεση.
Εκείνες πάλι, σαν να γύρευαν μ’ αυτό να την ανταμείψουν, την περιφρόνησαν τόσο, που κι από την τράπεζα, κι από την εκκλησία ακόμη, την έδιωχναν. Έτσι η Ισιδώρα έτρωγε τ’ αποφάγια που περίσσευαν στα πιάτα, ζαρωμένη στο τζάκι του μαγειρείου, κι άκουγε την ακολουθία χειμώνα - καλοκαίρι στα σκαλοπάτια της εκκλησίας.
Ήταν αδύνατο να περάση μέρα χωρίς να τη βρίσουν και να την περιπαίξουν. Κι αυτή τα δεχόταν όλα χωρίς κανένα γογγυσμό. Ποτέ δεν αντιμίλησε. Δεν φιλονίκησε. Δεν έδειξε σημάδι ανυπομονησίας.
Και ο Θεός έκανε φανερή σε όλους την αρετή της!
Στο απέναντι βουνό ασκήτευε ο αββάς Πιτηρούν. Ζούσε με μεγάλη στέρηση και παίδευε πολύ το σώμα του. Θα ήταν αυτό ίσως αφορμή που του ήρθε κάποτε ο λογισμός: Άραγε υπάρχει άλλος σ’ αυτόν τον τόπο που να με φτάνη στην αρετή;
Τη νύχτα είδε στον ύπνο του άγγελο Κυρίου.
-Σήκω και πήγαινε στο γυναικείο μοναστήρι, τον πρόσταξε. Εκεί θα βρης μια παρθένο με διάδημα στο κεφάλι! Αυτή είναι ασύγκριτα ανώτερη σου.
Ο αββάς Πιτηρούν δεν έχασε καιρό. Μόλις ξημέρωσε, τράβηξε για το γυναικείο μοναστήρι. Οι μοναχές τού έκαναν λαμπρή υποδοχή, γιατί είχε φήμη αγίου σ’ όλον εκείνο τον τόπο. Ο αββάς πήγε στην εκκλησία και ζήτησε από την ηγουμένη να του παρουσίαση όλες τις αδελφές, για να τις γνωρίση προσωπικά. Του έγινε αμέσως η επιθυμία. Μία –μία λοιπόν οι μοναχές περνούσαν μπροστά από τον αββά, έβαζαν μετάνοια, έπαιρναν την ευλογία του και πήγαιναν στα στασίδια τους. Εκείνος τις παρατηρούσε προσεκτικά, μα δεν έμεινε ευχαριστημένος. Δεν είδε ανάμεσα τους εκείνη που του είπε ο άγγελος, και λυπήθηκε.
Όταν πέρασε και η τελευταία, ρώτησε ο αββάς αν υπάρχει άλλη.
-Όχι, του αποκρίθηκαν, εδώ είμαστε όλες.
-Αδύνατον, είπε ζωηρά εκείνος. Πρέπει να υπάρχει ακόμα μία, που για χάρη της έκανα όλη αυτή την οδοιπορία.
-Έχουμε ακόμα μία, αναγκάστηκε να φανερώση η ηγουμένη μπροστά στην επιμονή του γέροντα, αλλά είναι σαλή. Γι’ αυτό δεν τη λογαριάζουμε με την αδελφότητα.
-Ας έρθη κι αυτή, είπε ο αββάς.
Με πολλή βία οδήγησαν την ταπεινή Ισιδώρα μπροστά στον όσιο, ξυπόλητη, κουρελιασμένη, κατάμαυρη από τους καπνούς του μαγειρείου. Μόλις την αντίκρυσε εκείνος, έμεινε σαν μαρμαρωμένος από την έκπληξη. Το παλιομάντηλο που σκέπαζε το κεφάλι της, και που οι αδελφές το αηδίαζαν, έλαμψε στα μάτια του σαν ολόχρυση κορώνα! Υποκλίθηκε μπροστά της και της είπε με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση:
-Ευλόγησε με, οσία.
Αλλά η ταπεινή Ισιδώρα έσκυψε και του φίλησε τα πόδια.
-Εσύ ευλόγησε με, άγιε πάτερ.
Παραξενεμένες οι μοναχές απ’ όσα έβλεπαν, είπαν στον αββά:
-Μην εξευτελίζης έτσι τον εαυτό σου. Αυτή είναι σαλή!
Εκείνος όμως τις κατακεραύνωσε με το αυστηρό του βλέμμα:
-Εσείς όλες είστε σαλές και ανόητες! Αυτή εδώ είναι πολύ ανώτερη κι από σας κι από μένα! Είθε να μας αξιώση ο Θεός να βρεθούμε στο πλευρό της, στη Δευτέρα Παρουσία.
Κατόπιν διηγήθηκε τί του είχε αποκαλύψει ο Θεός για τη μακαρία Ισιδώρα.
Όταν τ’ άκουσαν οι μοναχές, έπεσαν στα γόνατα, ζήτησαν συγχώρηση από την αδελφή τους κι εξομολογήθηκαν στον όσιο τα όσα μέχρι τότε της είχαν κάνει.
Ο όσιος έκανε προσευχή να συγχωρήση ο Θεός τις απερισκεψίες τους. Ύστερα κάλεσε την οσία Ισιδώρα, για να την παρακαλέση να δώση κι αυτή συγχώρηση στις αδελφές. Μα δεν τη βρήκαν πουθενά. Πρόλαβε κι έφυγε κρυφά από το μοναστήρι, για ν’ αποφύγη τον ανθρώπινο έπαινο, και κανείς δεν έμαθε ποτέ πού τελείωσε τη ζωή της.
( Γεροντικόν)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.243-246)