…Τι ήταν εκείνο όμως που “είχαν” οι ποιμένες της Βηθλεέμ και δεν το είχαν ίσως άλλοι της εποχής τους, για να γίνουν οι πρώτοι θεατές του υπέρ φύσιν γεγονότος της ενανθρώπησης του Θεού; Όχι βέβαια κάποια αναμαρτησία - διότι “πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού ” - αλλά την απλότητα της καρδιάς τους.
Οι ποιμένες προφανώς δεν είχαν πωρωθεί και σκληρυνθεί εσωτερικά με την πονηριά. Μπορεί να ήσαν υπό το καθεστώς της αμαρτίας, αλλά διατηρούσαν κάποια καλά αποθέματα από το κατ’ εικόνα του Θεού στον άνθρωπο. Είχαν δηλαδή καλή διάθεση.
Κι αυτό τελικώς φαίνεται να είναι εκείνο που ελκύει τον Θεό για να παράσχει την χάρη Του στο λογικό αυτό πλάσμα του. Όπου με άλλα λόγια έχουμε καλή διάθεση, ας υπάρχει και απιστία και αμαρτία, εκεί δεν θα αργήσει να φανεί η κλήση του Θεού για την ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησία, την άλλη Μάνα Παναγία, όπως είπαμε, (όταν πρόκειται για αβαπτίστους), ή την ορθή ένταξη σ’ αυτήν, (όταν πρόκειται για βαπτισμένους αλλά χωρίς επίγνωση).
Εκείνο πάντως που θα αποτελεί την επιβεβαίωση σε κάθε περίπτωση ότι κινούμαστε σωστά και ότι βρήκαμε τον αεί ζητούμενο Χριστό θα είναι και η δική μας στάση δοξολογίας απέναντι σ’ Αυτόν και την Παναγία Μητέρα του, όπως συνέβη και με τους ποιμένες. Όσο τα “χαίρε” δεν θα λείπουν από την δική μας καρδιά και το στόμα μας μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η χάρη του Θεού ενεργεί και σε εμάς, ότι δηλαδή είμαστε μέσα στο φως της θέας Του.
("Του Πάθους και της Ανάστασης", π. Γ. Δορμπαράκη, απόσπασμα, σ. 141-142)