Η σωτηρία του αδελφού
Μια μέρα, ενώ ο όσιος Βενέδικτος ησύχαζε στο κελλί του, ο υποτακτικός του μοναχός Πλακίδας πήγε στη λίμνη για ν’ αντλήση νερό. Αλλά έτυχε να του πέση από τα χέρια το σταμνί και το πήρε το ρεύμα του νερού! Προσπαθώντας ο αδελφός να το πιάση, γλύστρησε κι έπεσε κι αυτός στο νερό, που τον παρέσυρε γρήγορα προς το κέντρο της λίμνης. Τότε ο πιστός δούλος του Θεού Βενέδικτος, που βρισκόταν μέσα στο κελλί του, ένιωσε τι είχε γίνει, κάλεσε ευθύς τον μαθητή του Μαύρο και του είπε:
- Αδελφέ Μαύρε, τρέχα, γιατί ο αδελφός Πλακίδας έπεσε στη λίμνη και το ρεύμα τον τράβηξε στα βαθιά.
Και τότε συνέβη ένα θαύμα, που θύμιζε ό,τι είχε γίνει με τον απόστολο Πέτρο στη λίμνη της Τιβεριάδος.
Ο Μαύρος με το πρόσταγμα του οσίου, έτρεξε σ’ εκείνο το μέρος, πάτησε πάνω στα νερά και συνέχισε να τρέχη, ώσπου έφτασε εκεί που βρισκόταν ο Πλακίδας! Τον άρπαξε από τα μαλλιά και γύρισε πάλι τρέχοντας. Όταν έφτασε στη στεριά, τότε συνήλθε και κατάλαβε ότι είχε τρέξει πάνω στα νερά! Τρόμαξε πολύ και γυρίζοντας στον όσιο του διηγήθηκε το συμβάν.
Ο όσιος Βενέδικτος δεν απέδωσε αυτό το θαύμα στη δική του αγιότητα, αλλά στην υπακοή εκείνου. Απεναντίας, ο Μαύρος έλεγε, πως αιτία ήταν το πρόσταγμα του πνευματικού του πατρός.
Στη χαριτωμένη αυτή λογομαχία παρεμβλήθηκε ο μοναχός Πλακίδας και είπε:
- Καθώς με παρέσυρε το νερό, έβλεπα πάνω μου τη μηλωτή του αββά μου κι ένιωθα πως αυτός θα μ’ έβγαζε από το νερό.
(Βίος οσίου Βενεδίκτου)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τ. Β΄, σ. 125-126)