στ’. Είπε ο Αββάς Ιωσήφ στον Αββά Λώτ: «Δεν μπορείς να γίνης μοναχός, αν δεν γίνης σαν φωτιά, φλογιζόμενος όλος».
ζ’. Πήγε ο Αββάς Λώτ στον Αββά Ιωσήφ και του λέγει: «Αββά, κατά τη δυναμή μου, κάνω τη μικρή μου σύναξη και τη μικρή μου νηστεία και την ευχή και τη μελέτη και την ησυχία και όσο μπορώ κρατώ τους λογισμούς μου καθαρούς. Τι λοιπόν μου απομένει να κάνω παρά πέρα ;». Σηκώθηκε τότε ο γέρων , άπλωσε τα χέρια στον ουρανό και έγιναν τα δάχτυλά του σαν δέκα λαμπάδες αναμμένες. Και του λέγει :Αν θέλης, γίνε όλος σαν φωτιά».
η’ .Ένας αδελφός συμβουλεύτηκε τον Αββά Ιωσήφ, λέγοντας: «Θέλω να βγω από το κοινόβιο και να κάνω μονήρη βίο». Και του λέγει ο γέρων :«Όπου βλέπεις η ψυχή σου να ειρηνεύει και να μην βλάπτεται, μείνε». Του λέγει ο αδελφός: «Και σε κοινόβιο ειρηνεύω και ζώντας μόνος. Τι θέλεις λοιπόν να κάμω;». Και του λέγει ο γέρων: Αν ειρηνεύης στο Κοινόβιο και ζώντας μόνος, βάλε τους δυο λογισμούς σου σαν σε ζυγαριά. Και οπού βλέπεις ότι μάλλον εκεί ωφελείται και γέρνει ο λογισμός σου, αυτό κάμε».
θ'. Πήγε ένας από τους γέροντες στον σύντροφό του, για να ξεκινήσουν και να επισκεφθούν τον Αββά Ιωσήφ. Και λέγει: «Πες στον μαθητή σου να μας σαμαρώση τον όνο». Και του απαντά: «Φώναξέ τον και ό,τι θέλεις το κάνει». Λέγει: «Πώς τον λένε;». Ο δε άλλος είπε: «Δεν ξέρω». Και του λέγει ο πρώτος: «Πόσο καιρό είναι μαζί σου, οπού δεν ξέρεις το όνομά του;». Και είπε: «Είναι δυο χρόνια». Και είπε ο πρώτος: Αν συ σε δυο χρόνια δεν ξερής το όνομα του μαθητή σου, εγώ σε μια μέρα τί χρειάζεται να το μάθω;».
ι’. Συνάχθηκαν κάποτε μερικοί αδελφοί στον Αββά Ιωσήφ. Και εκεί οπού κάθονταν και τον ρωτούσαν διάφορα, έχαιρε. Και αυθόρμητα τους έλεγε: «Εγώ σήμερα βασιλεύς είμαι. Γιατί βασίλευσα πάνω στα πάθη».
ια’. Έλεγαν για τον Αββά Ιωσήφ της Πανεφώ, ότι, σαν ήταν στις τελευταίες του στιγμές και γύρω του κάθονταν γέροντες, έρριξε το βλέμμα του στη θυρίδα, είδε τον διάβολο να κάθεται εκεί κοντά και φώναξε στον μαθητή του, λέγοντας: «Φέρε το ραβδί. Γιατί αυτός θαρεί ότι γήρασα και δεν μπορώ πλέον να τον αντιμετωπίσω». Και σαν έπιασε το ραβδί, είδαν οι γέροντες τον διάβολο να πηδά από τη θυρίδα έξω σαν σκυλί και να γίνεται άφαντος.
Του Αββά Ιακώβου
α’. Είπε ο Αββάς Ιάκωβος: «Μεγαλύτερο είναι το να ξενιτευθή τινάς παρά να ξενοδοχή».
β'. Έλεγε πάλι: Όταν σε επαινούν, πρέπει να συλλογίζεσαι τις αμαρτίες σου και να νοιώθης ότι δεν αξίζεις τα λεγόμενα».
γ’. Είπε πάλι: «Όπως το λυχνάρι κάνει φωτεινό τον σκοτεινό κοιτώνα, έτσι και ο φόβος του Θεού, όταν έλθη στην καρδιά του Ανθρώπου, τον φωτίζει και τον διδάσκει όλες τις αρετές και τις εντολές του Θεού».
δ'. Είπε πάλι: «Δεν χρειάζονται λόγια μόνο. Πολλά λόγια έχουν οι άνθρωποι στον καιρό μας. Έργα χρειάζονται. Αυτά λείπουν και όχι λόγια άκαρπα».
Του Α β β ά Ιέρακος
α'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ιέρακα, λέγοντας: «Πες μου, πώς θα σωθώ;». Του αποκρίνεται ο γέρων: «Μένε στο κελλί σου. Αν πεινάς, φάγε. Αν διψάς, πιες. Και μη κακολογήσης τον πλησίον σου. Έτσι, σώζεσαι».
β'. Ο ίδιος είπε: «Ποτέ δεν είπα η θέλησα να ακούσω κοσμικό λόγο».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)