Του Αββά Ιωάννη του ευνούχου
α'. Ο Αββάς Ιωάννης ο ευνούχος, κατά τη νεότητά του, ρώτησε ένα γέροντα, λέγοντας: «Πώς σεις μπορέσατε να κάμετε το έργο του Θεού ειρηνεύοντας, ενώ εμείς ούτε με κόπο δεν μπορούμε να το κάμουμε;». Και του λέγει ο γέρων: Εμείς μπορέσαμε, γιατί πρώτο μέλημά μας έχουμε το έργο του Θεού, ενώ τη σωματική χρεία τη θαρούμε σαν κάτι το ασήμαντο. Σεις όμως έχετε κύριο μέλημά σας τη σωματική χρεία, ενώ το έργο του Θεού δεν το υπολογίζετε τόσο. Γι’ αυτό κουράζεστε. Και γι’ αυτό ο Σωτήρ είπε στους μαθητές: Ολιγόπιστοι, ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».
β'. Είπε ο Αββάς Ιωάννης: «Ο πατέρας μας ο Αββάς Αντώνιος είπε, ότι ποτέ δεν προτίμησε το δικό του συμφέρον από την ωφέλεια του αδελφού του».
γ'. Έλεγε στους αδελφούς ο Αββάς Ιωάννης, οπού ήταν από την Κιλικία και ηγουμένευε στη Ραϊθώ:
Τέκνα μου, όπως φύγαμε τον κόσμο, ας φύγουμε και τις επιθυμίες της σαρκός».
δ'.Είπε πάλι:« Ας μιμηθούμε τους πατέρες μας, όπου με τόση σκληραγωγία και ησυχία έμεναν εδώ».
ε'. Είπε πάλι: «Ας μη ρυπώσουμε, τέκνα μου, αυτόν τον τόπο, οπού οι πατέρες μας τον καθάρισαν από τους
δαίμονες».
στ' . Είπε πάλι: «Ο τόπος αυτός ασκητών είναι, όχι πραγματευτών».
Του Α β β ά Ιωάννη των Κελλιών
α'. Διηγήθηκε ο Αββάς Ιωάννης των Κελλιών την έξης ιστορία: Ζούσε στην Αίγυπτο μια αμαρτωλή γυναίκα, οπού ήταν πολύ ωραία και πλούσια. Και οι άρχοντες πήγαιναν σ’ αυτήν. Μια μέρα λοιπόν, έτυχε στην εκκλησία και θέλησε να περάση μέσα. Αλλά ο υποδιάκονος, οπού στεκόταν στις θύρες, δεν την άφησε, λέγοντας: «Δεν είσαι άξια να εισέλθης σε οίκο Θεού, γιατί είσαι ακάθαρτη». Καθώς δε φιλονεικούσαν, άκουσε ο επίσκοπος τον θόρυβο και βγήκε. Του λέγει λοιπόν η αμαρτωλή: «Δεν με αφήνει να εισέλθω στην εκκλησία». Και της αποκρίνεται ο επίσκοπος: «Δεν επιτρέπεται να εισέλθης, γιατί είσαι ακάθαρτη». Τότε εκείνη κατανύχθηκε και του λέγει:
«Δεν θα ξαναπέσω στην ακολασία». Της λέγει ο επίσκοπος: Αν φέρης εδώ τα χρήματά σου, θα καταλάβω ότι άφησες τον ακόλαστο βίο». Τα έφερε και ο επίσκοπος τα έκαψε στη φωτιά. Εισήλθε τότε στην εκκλησία η γυναίκα κλαίοντας και λέγοντας: Αν εδώ μου συνέβη τέτοιο γεγονός, εκεί (ήγουν στην άλλη ζωή) τι θα είχα να πάθω;». Και μετενόησε και έγινε σκεύος εκλογής.
β'. Είπε ο Αββάς Ιωάννης της θηβαίδος: «Ο μοναχός οφείλει, πριν από όλα, να πραγματοποιήση την ταπεινοφροσύνη. Γιατί αυτή είναι η πρώτη εντολή του Σωτήρος, οπού είπε: Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών έστιν η βασιλεία των ουρανών».
Του Αββά Ισιδώρου του πρεσβυτέρου
α'. Έλεγαν για τον Αββά Ισίδωρο τον πρεσβύτερο, ότι ήλθε κάποτε ένας αδελφός, για να τον καλέση σε γεύμα. Αλλά ο γέρων δεν εννοούσε να πάη μαζί του, λέγοντας: «Ο Αδάμ από φαγώσιμο πράγμα απατήθηκε και βρέθηκε έξω από τον παράδεισο». Του λέγει ο αδελφός: «Πραγματικά, φοβάσαι να βγής από το κελλί σου;». Και εκείνος πάλι είπε: «Τέκνο μου, φοβάμαι, γιατί ο διάβολος ως λέων ωρυόμενος ζητεί τίνα καταπίη». Πολλές δε φορές έλεγε, ότι, αν τινάς αφεθή στην οινοποσία, δεν θα ξεφύγη την επιβουλή των λογισμών. ’Ετσι και ο Λώτ, αναγκασμένος από τις θυγατέρες του, μέθυσε από το κρασί και, με τη μέθη, εύκολα ο διάβολος στην ασέλγεια τον έσπρωξε.
β'. Είπε ο Αββάς Ισίδωρος: Αν αγαπάς τη βασιλεία των ουρανών, να καταφρονής τα υλικά αγαθά και να ορέγεσαι τη θεία αμοιβή».
γ'. Είπε πάλι: «Να ζήσης κατά Θεόν είναι αδύνατο, αν είσαι φιλήδονος και φιλάργυρος».
δ'. Είπε πάλι: Αν νόμιμα ασκήτε νηστεύοντας, μη το παίρνετε επάνω σας. Αν δε γι’ αυτό κομπάζετε, καλύτερα ας τρώτε κρέας. Γιατί είναι προτιμότερο να τρώγη τινάς κρέας παρά να το παίρνη επάνω του και να έχη μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του».
ε'. Είπε πάλι: «Οι μαθητευόμενοι πρέπει να αγαπούν σαν πατέρες τους αληθινά διδασκάλους και να τους φοβούνται σαν άρχοντες. Και μήτε η αγάπη να διώχνη τον φόβο, μήτε ο φόβος να αμαυρώνη την αγάπη».
στ'.Είπε πάλι: Αν ποθής τη σωτηρία, κάνε όλα όσα σε οδηγούν σ’ αυτή».
ζ'.Ελεγαν για τον Αββά Ισίδωρο, ότι, σαν πήγαν σ΄αυτόν κάποιοι αδελφοί, υποχωρούσε στα εσώτερα του κελλιού. Και του έλεγαν οι αδελφοί: «Αββά, τί είναι αυτό οπού κάνεις;». Και έλεγε ότι και τα θηρία σώζονται καταφεύγοντας στις φωλιές τους. Και αυτά τα έλεγε για την ωφέλεια των αδελφών.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)