1. “Υπάρχει Θεός;”
Το περί Θεού ερώτημα ανεβαίνει αυθόρμητα στην συνείδηση κάθε ανθρώπου ο οποίος ως σκεπτόμενο πρόσωπο, δεν μπορεί να νοήσει εαυτόν και να συλλάβει το νόημα του κόσμου έξω και ανεξάρτητα από την ιδέα του Θεού. Αισθάνεται ότι δεν είναι ον αυθύπαρκτο· ότι είναι πλάσμα πίσω από το οποίο υπάρχει ποιητική αρχή, από την οποία εξαρτάται και πρός την οποία αναφέρεται. Στη βάση αυτή θεμελιώνεται η θρησκευτικότητα του λογικού όντος που σημαίνει ελεύθερη πνευματική σχέση και εξάρτηση από το δημιουργό του.
Το περί Θεού ερώτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό, ανάλογο με τη σημαντικότητα της έννοιας του Θεού, που αποτελεί το αντικείμενο αναφοράς του. Είναι ερώτημα καίριο, που θέτει μόνον ο λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος. Η άλογη κτήση δεν έχει τέτοιου είδους ευαισθησίες και δεν διατυπώνει παρόμοια ερωτήματα· δεν έχει ανάλογους προβληματισμούς. Μόνον ο άνθρωπος ερωτά, γιατί είναι η “λογική εικόνα” του Θεού. Στο περί υπάρξεως του Θεού ερώτημα ανάγεται ο άνθρωπος και από έναν άλλο, όχι λιγότερο σημαντικό, λόγο, από το γεγονός ότι ο Θεός είναι κεκρυμμένος και αθέατος1. Δεν μπορείς να τον συναντήσεις και να τον δεις, να λάβεις εμπειρική αίσθηση της παρουσίας του. Είναι Θεός “σιωπών” και απόκοσμος και, παρόλον ότι κυβερνά τον κόσμο, όμως δεν μπορείς να κατανοήσεις την ενέργειά του αυτή, η οποία είναι άκρως αινιγματική στο φτωχικό μυαλό μας, σε σημείο που, βλέποντας τόση ακαταστασία, τόση κακότητα και τόση φυσική και ηθική αθλιότητα στον κόσμο, να αναρωτιέται κανείς αν πράγματι υπάρχει ο Θεός και προνοεί αληθινά για τα πλάσματα του.
Όπως γίνεται αντιληπτό, το ζήτημα της υπάρξεως του Θεού είναι ζήτημα καθαρά πίστεως. Το ιερό σύμβολο της Πίστεως ρητά ομολογεί “πιστεύω εις ένα Θεόν”. Ο άνθρωπος, ο λογικά σκεπτόμενος, έχει τη δυνατότητα να δεχθεί ή να μη δεχθεί την ύπαρξη του Θεού. Με αφετηρία τη σκέψη αυτή, το περί Θεού ερώτημα φέρεται να έχει δευτερεύουσα σημασία. Γιατί, αν πιστεύεις αληθινά στο Θεό, το ερώτημα δεν έχει κανένα νόημα. Αν πάλι δεν πιστεύεις, για ποιο λόγο ρωτάς;
(Ανδρέου Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 11-12)