3. Ποιά είναι η έννοια της θεοπνευστίας της αγίας Γραφής;
Γενικά, ότι τα ιερά βιβλία της γράφτηκαν κατ’ έμπνευση του Αγίου Πνεύματος. Οι ιεροί συγγραφείς είναι όργανα κινούμενα από το Πνεύμα του Θεού εις αποκάλυψη θείων πραγμάτων. Η άποψη των αρχαίων Μοντανιστών, ότι οι συγγραφείς κατά την ώρα της εμπνεύσεως πέφτουν σε έκσταση, μένοντας άβουλα όργανα στα χέρια του Θεού, αποδοκιμάστηκε από τους αρχαίους θεολόγους της Εκκλησίας. Ούτε είναι σωστή η θεωρία η αναπτυχθείσα από τους χρόνους της μεταρρυθμίσεως, ότι η θεοπνευστία είναι η «κατά λέξιν έμπνευσις» των θείων αληθειών. Αν ήταν έτσι, δεν εξηγούνται ορισμένα πράγματα, συγκεκριμένα ο προσωπικός περί την έκθεση χαρακτήρας των ιερών συγγραφέων, ο οποίος δεν είναι ομοιόμορφος, η διαφορά στην έκθεση των αυτών πραγμάτων, αλλ΄ ούτε και οι μεταφράσεις της αγίας Γραφής, οι οποίες δεν θα έπρεπε να γίνονται ως βεβηλώσεις του ιερού λόγου. Αλλά και η άλλη θεωρία κατά την οποία η θεοπνευστία περιορίζεται μόνο στη δογματική και ηθική διδασκαλία, σε ό,τι δηλαδή αφορά στη σωτηρία, ενώ στα υπόλοιπα ιστορικά μέρη της Γραφής υπάρχει απλή μόνο επιστασία του Αγίου Πνεύματος, είναι άκρως επισφαλής, δεδομένου ότι ελλείπει το κριτήριο διακρίσεως και καθορισμού της καθαυτό θεοπνευστίας από της απλής επιστασίας, ελλοχεύει δε πάντοτε ο κίνδυνος ορθολογιστικής εκδοχής της αγίας Γραφής.
Το καλύτερο είναι να περιοριστούμε στη γενικότητα, ότι το Πνεύμα του Θεού είναι το λαλούν στις άγιες Γραφές και ότι δεν υπάρχουν σ’ αυτές αντιφάσεις και πλάνες. Θα μου πείτε: Δεν υπάρχουν αντιφάσεις στην αγία Γραφή; Διαφορές περί την έκθεση βεβαίως υπάρχουν, όχι όμως και αντιφάσεις. Αν δε κάπου παρατηρούνται διαφωνίες, αυτές δεν είναι ουσιαστικές αλλ΄ επιφανειακές, οφειλόμενες σε σφάλματα αντιγραφής των χειρογράφων, στις μεταφράσεις και στη δική μας περιορισμένη νοητική αντίληψη.
4. Η αγία Γραφή είναι αυτάρκης κώδικας της θείας αλήθειας;
Όχι, δεν είναι. Παρότι είναι ο γραπτός λόγος του Θεού, όμως δεν περιλαμβάνει στο πλήρωμά της την αποκαλυφθείσα θεία αλήθεια. Πρωτίστως δεν ήταν τέτοιος ο σκοπός της. Στις σελίδες της δεν καταγράφτηκε σκόπιμα και συστηματικά ολόκληρη η δογματική αλήθεια της πίστεως. Γράφτηκε περιστασιακά, για να καλύψει τις κηρυκτικές ανάγκες των Αποστόλων και άλλων κηρύκων του λόγου του Θεού και ν’ αντιμετωπίσει διάφορα διδακτικά και ποιμαντικά προβλήματα των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων, την επίλυση των οποίων, λόγω των αποστάσεων, δεν μπορούσαν ευχερώς να πραγματοποιήσουν δια ζώσης οι κήρυκες του λόγου. Άλλωστε πολλές αλήθειες της πίστεως (ο αριθμός επτά των μυστηρίων, ο νηπιοβαπτισμός, το δόγμα περί των αγίων και των ιερών εικόνων και λειψάνων κ.ά.) δεν απαντούν στην αγία Γραφή και για να τα δούμε πρέπει ν’ ανατρέξουμε στην ιερά Παράδοση της Εκκλησίας. Εκτός τούτων η διδασκαλία της Γραφής δεν ήταν πάντοτε διαυγής και ευκρινής, αλλ΄ εκφέρεται ενίοτε αινιγματικά και συνεσκιασμένα, ώστε για να την ερμηνεύσουμε ορθώς πρέπει να καταφύγουμε στην ερμηνευτική παράδοση της Εκκλησίας.
Εντούτοις αυτά κατά τίποτε δε μειώνουν το κύρος και τη θεοπνευστία της αγίας Γραφής, η οποία ως αυθεντική έκφραση του λόγου του Θεού σε καμιά περίπτωση δεν παύει να είναι η κύρια πηγή της πίστεως και της σωτηρίας μας.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 14-16)