5. Ποια είναι η σχέση της Παλαιάς προς την Καινή Διαθήκη;
Στην Παλαιά Διαθήκη καταγράφτηκε η φανέρωση του Θεού στο μεταπτωτικό άνθρωπο με επίκεντρο το Ισραήλ, τον περιούσιο λαό του Θεού. Σ’ αυτήν υπάρχει αποθησαυρισμένη η αλήθεια του Θεού στο Νόμο, το προφητικό κήρυγμα και την άλλη παιδαγωγία του Θεού, προσαρμοσμένη βέβαια στην πνευματική και ηθική κατάσταση των ανθρώπων της εποχής, όπου απουσίαζε στο πλήρωμά της η λυτρωτική χάρη που θα λειτουργούσε τέλεια στον κόσμο δια της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού.
Είναι φανερό οτι η Π. Διαθήκη, ως τύπος και προέκθεση της αλήθειας και ως στάδιο προπαρασκευής της πλήρους αποκαλύψεως εν Χριστώ Ιησού, πρέπει να μελετάται και να κρίνεται πάντοτε με κέντρο και στάθμη την Καινή Διαθήκη. Από την άποψη αυτή όχι μόνο συμβάλλει στην ορθή κατανόηση της Κ. Διαθήκης, αλλ΄ αποβαίνει και εικόνα πιστή των παιδαγωγικών του Θεού βουλών, ο τύπος και η προέκθεση των αιώνιων αγαθών.
6. Ποια έννοια έχει η διάκριση των βιβλίων της αγίας Γραφής σε κανονικά και αναγιγνωσκόμενα;
Κανονικά βιβλία της αγίας Γραφής είναι εκείνα που γράφτηκαν με την επιστασία του Αγίου Πνεύματος. Είναι βιβλία θεόπνευστα, στα οποία έχει καταχωρηθεί αλαθήτως ο λυτρωτικός λόγος του Θεού. Όπως είπαμε, τα βιβλία αυτά αποτελούν το πρώτο σκέλος των πηγών της θείας αποκαλύψεως, η ανάγνωση των οποίων είναι απαραίτητη για την πνευματική πρόοδο των πιστών και τη σωτηρία τους. Είναι δε αυτά τα γνωστά 49 βιβλία της Π. Διαθήκης και τα 27 της Καινής, δηλαδή συνολικά 76, τα οποία απαρτίζουν τον επίσημο Κανόνα της αγίας Γραφής.
Αναγινωσκόμενα είναι σειρά βιβλίων των οποίων η κανονικότητα αμφισβητείται. Είναι δε αυτά δεκα: ‘Εσδρας Α', Τωβίτ, ’Ιουδίθ, Σοφία Σολομώντος, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ, ’Επιστολή Ίερεμίου, και τα τρία βιβλία των Μακκαβαίων. Στη Δυτική Εκκλησία η κανονικότητα των βιβλίων αυτών γίνεται αποδεκτή, αντίθετα δε απορρίπτεται από τους Διαμαρτυρομένους. Στην ’Ορθόδοξη Εκκλησία, ελλειπούσης αυθεντικής συνοδικής κυρώσεως, παρατηρείται διακύμανση απόψεων, άλλων δεχομένων την κανονικότητα αυτών και άλλων όχι. Ο Μέγας Αθανάσιος τα χαρακτηρίζει ως αναγινωσκόμενα και τα διαστέλλει από τα κανονικά. Οι δε τοπικές σύνοδοι εν Ιερουσαλήμ, Ιασίω και Κωνσταντινουπόλει, αναγνωρίζουν την κανονικότητά τους, ελέγχοντας μάλιστα τον Κύριλλο Λούκαρι ο οποίος δεν τα περιέλαβε στα κανονικά. Αντίθετα η σύνοδος της Κων/πολεως (1672) παρατηρεί ότι τα βιβλία αυτά είναι «καλά και ενάρετα», ενώ ο Κριτόπουλος στην απολογία του λέγει περί αυτών: «Πολλά ηθικά πλείστου επαίνου άξια εμπεριέχεται τούτοις· ως κανονικά δε και αυθεντικά ουδέποτε απεδέξατο η του Χριστού Εκκλησία, ως μαρτυρούσι πολλοί μεν και άλλοι, μάλιστα δε ο τε Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο άγιος Άμφιλόχιος και τελευταίος ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός». Η αυτή, τέλος, διακύμανση και διαφωνία παρατηρείται και μεταξύ ορθοδόξων θεολόγων.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 14-16)