10. Ποιά είναι η σχέση των πηγών της θείας αποκαλύψεως προς την αυθεντία της Εκκλησίας;
Όπως είπαμε στα προηγούμενα, το περιεχόμενο της θείας αποκαλύψεως έχει αποθησαυρισθεί στις δύο πήγες της, την αγία Γραφή και την ιερά Παράδοση. Όμως, για να μπορέσει η θεία αλήθεια να επιτελέσει το σωτήριο προορισμό της πρέπει να υπάρχει κάποιο μέσο δια του οποίου θα φθάσει στις ψυχές των ανθρώπων αθόλωτη και διαυγής, όπως πρωτοβγήκε από το στόμα του Κυρίου και των Αποστόλων. Το μέσο αυτό πρέπει να είναι αυθεντικό και αλάθητο και αυτό φυσικά δεν είναι οι άνθρωποι «οι πλανώντες και πλανώμενοι». Κατά την ορθόδοξη πίστη, προς την οποία συμφωνεί και η Ρωμαιοκαθολική, το κριτήριο αυτό είναι η Εκκλησία, στην οποία διαιωνίζεται ιστορικά ο Χριστός και το Πνεύμα του Θεού τη διακρατεί και την εμψυχώνει, οδηγώντας την «εις πάσαν την αλήθειαν».
Η Γραφή και η Παράδοση, λαμβανόμενες καθ’ εαυτές, είναι σχήματα ασαφή και αόριστα, ασπόνδυλα, θα λέγαμε, και χωρίς εξωτερικό συνεκτικό δεσμό. Έτσι η μεν ερμηνεία της Γραφής δεν μπορεί να επιχειρηθεί απ’ ευθείας χωρίς αυθεντική εκκλησιαστική χειραγώγηση, δεδομένης της ασάφειας που παρατηρείται σε ορισμένα σημεία της διδασκαλίας της. Στην απροϋπόθετη αυτή ερμηνεία οφείλονται, οι τόσες παρερμηνείες της και οι κακοδοξίες όλων των αιρέσεων, οι οποίες, χωρίς εξαίρεση στηρίζουν τα διδάγματά τους στην αγία Γραφή. Αλλά και η Παράδοση έχει ανάγκη αυθεντικού κριτηρίου για τη γνησιότητά της, αν λάβουμε υπόψη ότι οι όποιες διδασκαλίες και γνώμες των ανθρώπων δεν μπορούν από μόνες τους να διατηρηθούν αλώβητες στην ανέλιξη του χρόνου και της ιστορίας.
Το αυθεντικό κριτικό αυτό έργο ενασκεί η Εκκλησία είτε δια των ιεραρχών της στις κατά τόπους Εκκλησίες διδάσκουσα τη σωτηριώδη αλήθεια, είτε δια του συνόλου των αρχιερέων της σε συνόδους οικουμενικές διατυπώνουσα επίσημα και πανηγυρικά τη θεία αλήθεια, κυρίως σε όσες περιπτώσεις απειλούν αυτήν η κακοδοξία και η πλάνη. Το έργο αυτό της Εκκλησίας φαίνεται κατεξοχήν στην αυθεντική διατύπωση του δόγματος του ομοουσίου στη σύνοδο της Νίκαιας (325) και των δύο φύσεων του Χριστού σε μια υπόσταση στη σύνοδο της Χαλκηδόνος (451), δόγματα υπάρχοντα φυσικά συνεπτυγμένως στη θεία Γραφή και την ιερά Παράδοση. Στην οικουμενική σύνοδο η ομοφωνία των ιεραρχών δεν είναι μαθηματική, αλλ΄ ηθική. Όταν ορισμένοι επιφανείς Ιεράρχες αποφαίνονται για κάποιο ζήτημα δογματικό, οι δε λοιποί δεν αντιλέγουν, αυτό σημαίνει ότι η διατυπούμενη διδασκαλία είναι αυθεντική και αλάθητη. Η διδασκαλία αυτή καταχωρίζεται στους όρους των οικουμενικών συνόδων, ενώ η υπόλοιπη, που δεν κυρώθηκε από συνόδους οικουμενικές, είναι απαθησαυρισμένη στα πολυειδή γραπτά μνημεία της ιεράς Παραδόσεως.
Κάτω από το πνεύμα αυτό η Εκκλησία νοείται ως μία ευρύτερη παράδοση, στην οποία εμπεριέχονται η αγία Γραφή και η Ιερά παράδοση με τη στενή της έννοια. Τα δυο αυτά η Εκκλησία περιβάλλει και καθορίζει με την αυθεντία και το κύρος της, προστατεύοντάς τα από κάθε κακόβουλη παράσταση και επιβουλή. Μόνο με την παρουσία της εκκλησιαστικής αυθεντίας διακρατείται ολόκληρο το οικοδόμημα του Χριστιανισμού, διασφαλίζεται η ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος και πετυχαίνεται η υψηλή αποστολή του χριστιανισμού, ως λυτρωτικής εξ αποκαλύψεως θείας θρησκείας.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 20-22)